Author: Giorgos Georgiou

POSTS BY : Giorgos Georgiou
11
Oct2022

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

Εισαγωγή:

Πας δικαστήριο αποφασίζει επί των επίδικων ζητημάτων στην βάση μαρτυρίας η οποία προσκομίζεται ενώπιον του και τίθεται υπό εξέταση και/ή αξιολόγηση[1]. Η σημασία δε της μαρτυρίας επί του Κυπριακού Νομικού συστήματος και ιδιαίτερα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας, όπου και εξετάζεται με το παρόν άρθρο είναι η μέγιστη και αποτελεί τον θεμελιώδη λίθο στην αποπεράτωση των Δικαστικών αποφάσεων. Το χρέος της πολιτείας να προστατεύσει την οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, είναι αδιαμφισβήτητο. Ως εκ τούτου η Βουλή των αντιπροσώπων νομοθέτησε για την προστασία μαρτύρων, με την ψήφιση του Ν. (95(I)/2001)[2], εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος»).

Κατά την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, η κατηγορούσα αρχή έχει την υποχρέωση όπως αναφέρει τα ονόματα των μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου[3]. Στην υπόθεση     Κωνσταντίνου Μάριος άλλως Γιαλλούρης και Άλλοι ν. Αστυνομίας[4], το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι δεν είναι αναγκαίο όπως τα ονόματα μαρτύρων να αναγράφονται στο κατηγορητήριο σε συνοπτική δίκη[5]. Νοείται ότι τα Δικαστήρια έχουν την εξουσία να κλητεύσουν οποιονδήποτε μάρτυρα, αν ικανοποιηθεί από το Δικαστήριο ότι θα δώσει ουσιώδη μαρτυρία[6]. Σε περίπτωση όπου κληθεί μάρτυρας και δεν παρουσιαστεί την ώρα της δίκης, τότε το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει ένταλμα σύλληψης προς εξαναγκασμό του για εμφάνιση[7]. Πριν την καταχώρηση οποιουδήποτε κατηγορητηρίου, αυτό πρέπει να έχει την υπογραφή ή/και την έγκριση του Δικαστή του οποίου τίθεται ενώπιον του[8].

Μάρτυρας που χρήζει βοηθείας

Το Επαρχιακό Δικαστήριο με ποινική δικαιοδοσία[9] ή/και το Κακουργιοδικείο, εφεξής θα αποκαλούνται μαζί ως (το «Δικαστήριο»), μπορεί είτε από αίτημα των διαδίκων κατά την ακρόαση ποινικής διαδικασίας, είτε και αυτεπάγγελτα να ορίσει ένα μάρτυρα, ως μάρτυρα που χρήζει βοηθείας[10]. Το Δικαστήριο κατά την εξέτασή του, κατά πόσο ένας μάρτυρας χρήζει βοηθείας, λαμβάνει υπόψη αλλά όχι εξαντλητικά τα ακόλουθα[11]:

α) Τη φύση και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το αδίκημα στο οποίο αφορά η διαδικασία.

(β) την ηλικία του μάρτυρα.

(γ) το κοινωνικό και πολιτιστικό υπόβαθρο και την εθνική καταγωγή του μάρτυρα.

(δ) το οικογενειακό και εργασιακό περιβάλλον του μάρτυρα.

(ε) τις θρησκευτικές ή πολιτικές πεποιθήσεις του μάρτυρα.

(στ) τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου ή της οικογένειάς του ή των συνεργατών του κατηγορουμένου έναντι του μάρτυρα.

(ζ) τις απόψεις τις οποίες εξέφρασε ο μάρτυρας.

Ν.Β Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ίδιο το νομοθέτημα που προβλέπει το ποινικό αδίκημα, ορίζει τον μάρτυρα ο οποίος θα είναι μάρτυρας στην εν λόγω ποινική διαδικασία για το αδίκημα, ως μάρτυρα που χρήζει βοηθείας[12].

Μέτρα Προστασίας Μαρτύρων

Κατά την εκδίκαση αδικημάτων και για τους σκοπούς της προστασίας μαρτύρων που χρήζουν βοηθείας, το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως[13]:

  • Ολόκληρη ή μέρος της υπόθεσης εκδικαστεί κεκλεισμένων των θυρών[14].
  • Η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας να γίνει εις απουσία του Κατηγορούμενου (νοουμένου ότι ο τελευταίος θα λαμβάνει γνώση και θα είναι δυνατόν να τον αντεξετάσει)[15].

Περαιτέρω το Δικαστήριο δύναται για σκοπούς προστασίας του μάρτυρα έτσι ώστε να μην είναι ορατός προς τον κατηγορούμενο, να διατάξει:

  • την τοποθέτηση ειδικού διαχωριστικού[16]
  • τη χρήση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης[17]
  • χρήση οποιουδήποτε άλλου μέσου ή συστήματος[18]

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Π.Χ.[19] η οποία εκδικάστηκε κεκλεισμένων των θυρών, το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού έκανε δεκτές δύο οπτικογραφημένες καταθέσεις, ως κύρια εξέταση του μάρτυρα στα πλαίσια του Νόμου. Ομοίως στην υπόθεση ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. Alramadan κ.α.[20], το Δικαστήριο διέταξε όπως οι κατηγορούμενοι να μην είναι ορατοί προς τον μάρτυρα και έδωσε άδεια όπως η μαρτυρία δοθεί μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης.

Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων

Ο Νόμος δίδει στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την εποπτεία του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης, εφεξής θα αναφέρεται ως (το «Σχέδιο»)[21]. Δικαίωμα για ένταξη στο σχέδιο έχει κάθε πρόσωπο το οποίο κατά την κρίση του Γενικού Εισαγγελέα, κατέχει ουσιώδεις πληροφορίες οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο στάδιο ποινικής διαδικασίας και πιθανό να θέσουν σε κίνδυνο το πρόσωπο αυτό[22].

Είδη Προστασίας

Το Σχέδιο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων[23]:

  • Προστασία του μάρτυρα και της οικογένειας του συνιστάμενη από φρούρηση ή συνοδεία ή και τα δύο
  • μετακίνηση του μάρτυρα και της οικογένειας του σε άλλη πόλη ή χωριό και τήρηση μυστικότητας για τη διαμονή του
  • αλλαγή της ταυτότητας του μάρτυρα και της οικογένειάς του
  • μετακίνηση του μάρτυρα και της οικογένειάς του στο εξωτερικό
  • ειδικές διευθετήσεις κράτησης συνεργατών της δικαιοσύνης

Ν.Β Τα μέτρα προστασίας μπορούν να επεκταθούν στη σύζυγο, τα τέκνα, τους γονείς και άλλους στενούς συγγενείς του μάρτυρα, αν τούτο είναι αναγκαίο για την αποφυγή του ενδεχομένου άσκησης οποιασδήποτε μορφής επηρεασμού του μάρτυρα, και μπορούν να εφαρμόζονται πριν, κατά και μετά τη δίκη[24].

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αντώνης Χριστοδούλου κ.α[25]., δεν έγινε αποδεκτή στο Δικαστήριο η εισήγηση των συνηγόρων της υπεράσπισης, ότι η ένταξη μάρτυρα στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων αποτελεί αθέμιτη πρακτική και δούλεψε ως αντάλλαγμα για την προστασία του μάρτυρα εναντίων των κατηγορουμένων.

Κρίνεται αναγκαίο σε αυτό το σημείο να παρατεθεί απόσπασμα της απόφασης Δημοκρατίας ν. Σάκκου[26], του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού όπου μεταξύ άλλων αναφέρει:

«Πέραν δε τούτου, η γλώσσα του […][27] «λύνεται» όταν, για πρώτη φορά, νιώθει ασφάλεια μετά την ένταξή του στο σχέδιο προστασίας μαρτύρων.  Δεν είναι αξιοπερίεργο.  Τουναντίον, είναι εγγενές στην ανθρώπινη φύση, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου εμπλέκονται συγκατηγορούμενοι, οι οποίοι επιδόθηκαν από κοινού σε έκνομες πράξεις ή παραλείψεις, να εκφράζεται αρχικά απροθυμία αποκάλυψης λεπτομερειών ή άρνηση για το τι συνέβη στην πραγματικότητα, η οποία όμως, στη συνέχεια αναιρείται, με την έννοια ότι το πρόσωπο που προέβηκε στις αρχικές δηλώσεις, αποφασίζει, μετά από σκέψη και κυρίως για συνειδησιακούς λόγους, να καταλήξει να πει την αλήθεια (βλ.  Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2018:B414, Ποιν. Έφ. 156/2016, ημερ. 25.9.2018).  Η συνείδηση του ανθρώπου, όσο πωρωμένη και να είναι, έχει εκρήξεις για λύτρωση, από το βάρος του εγκλήματος, που δεν ελέγχονται.  Η ομολογία του εγκλήματος αποτελεί μέσο για εκτόνωση της βεβαρημένης συνείδησης (βλ. Παναγή άλλως Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ., 203).

Ο περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος και η Νομολογία, αποτελούν οδηγό για τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της μεταχείρισης ή ασυλίας, την οποία τυγχάνει ένας μάρτυρας. Μεμπτό και απαράδεκτο είναι η παροχή ενθάρρυνσης στο μάρτυρα, με υποσχέσεις ή ανταλλάγματα για να παραποιήσει τη μαρτυρία του, για να εξυπηρετήσει αλλότριο σκοπό ή να αποκρύψει την αλήθεια.   Οι φόβοι ενός μάρτυρα, για την ασφάλεια του ιδίου και της οικογένειάς του, μπορεί να τον καταστήσουν διστακτικό να εκπληρώσει το καθήκον του.»

Η υποχρέωση της πολιτείας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, να παρέχει εφ’ όρου ζωής προστασία μέσω του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων, δεν είναι απόλυτη. Σχετική με το ως άνω είναι η υπόθεση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ΕΥΑΝΘΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ κ.α. ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ[28], όπου η Ενάγουσα στράφηκε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αξιώνοντας γενικές αποζημιώσεις λόγω του ότι ο τελευταίος δεν τήρησε την συμφωνία για παροχή εφ’ όρου ζωής προστασίας από το Σχέδιο. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να αφαιρέσει την Ενάγουσα και τον σύζυγό της, από το Σχέδιο δεν προσέκρουε τον Νόμο, αφού δεν είχε αποδειχθεί ότι υπήρξε υπόσχεση εκ μέρους του Εναγομένου ή εκπροσώπων αυτού προς τους Ενάγοντες ότι θα εντάσσονταν στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων εφ’ όρου ζωής. Κατ’ επέκταση δεν υπήρξε συμβατική σχέση ή συμφωνία με τέτοιο περιεχόμενο.

Προβλεπόμενη ποινή από τον Νόμο

Κάθε πρόσωπο που προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη προορισμένη ή που είναι ενδεχόμενο να αποτρέψει πρόσωπο ενταγμένο στο Σχέδιο από του να ενεργήσει ως μάρτυρας σε ποινική διαδικασία, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) χρόνια[29].

Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση του ονόματος της διεύθυνσης ή οποιασδήποτε άλλης πληροφορίας που ενδέχεται να οδηγήσει στην αποκάλυψη της ταυτότητας ή τον εντοπισμό προσώπου ενταγμένου στο Σχέδιο[30]. Σε περίπτωση διάπραξης του αδικήματος της παραγράφου αυτής, η προβλεπόμενη ποινή από τον Νόμο είναι φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια[31].


[1] Χρίστος Κληρίδης, «Κυπριακό Δίκαιο της Απόδειξης», Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ. 1.

[2] Περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμος του 2001 (95(I)/2001).

[3] Γ.Μ Πικής, «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του Criminal Procedure in Cyprus (1975), 2013 σελ. 169.

[4] (2005) 2 ΑΑΔ 282.

[5] Βλέπε επίσης:- Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα Σάββα (1998) 2 ΑΑΔ 224.

[6] Άρθρο 49 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος (Κεφ.155).

[7] Άρθρο 50 του περί Ποινικής Δικονομία Νόμος (Κεφ. 155).

[8] Άρθρο 43 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος (ΚΕΦ.155).

[9] Άρθρο 24 του περί Δικαστηρίωv Νόμoς τoυ 1960 (14/1960).

[10][10] Άρθρο 4(1) του Ν. 95(Ι)/2001.

[11] Άρθρο 3 (3) του Ν. 95(I)/2001.

[12] Σχετικά είναι: περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000, περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμο του 2000.

[13] Άρθρο 5(1) του Ν. 95(Ι)/2001.

[14] Άρθρο 5(1) (α) του Ν. 95(Ι)/2001.

[15] Άρθρο 5(1) (β) του Ν.95(Ι)/2001.

[16] Άρθρο 5(2) (α) του Ν.95(Ι)/2001.

[17] Άρθρο 5(2) (β) του Ν.95(Ι)/2001.

[18] Άρθρο 5(2) (γ) του Ν.95(Ι)/2001.

[19] Αρ. Υπόθεσης: 9622/18, 25/6/2021.

[20] Αρ. Υπόθεσης: 13154/2020, 1/2/2022.

[21] Άρθρο 16 του Ν.95(Ι)/2001.

[22] Ibid.

[23] Άρθρο 17 (2) του Ν.95(Ι)/2001.

[24] Άρθρο 17(1) του Ν.95(Ι)/2001.

[25] Αρ. Υπόθεσης: 14247/13, 3/9/2014.

[26] Υπόθεση αρ.: 20763/2019, 29/10/2020.

[27] Μάρτυρα.

[28] Αρ. Αγωγής: 1801/09, 5/5/2017.

[29] Άρθρο 19(1) του Ν.95(Ι)/2001.

[30] Άρθρο 19(2) του Ν.95(Ι)/2001.

[31] Άρθρο 19(3) του Ν.95(Ι)/2001.

28
Sep2022

ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ (ΜΕΡΟΣ Α): ΕΥΘΥΝΗ, ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΑΕΡΟΜΕΤΑΦΟΡΕΩΝ

Εισαγωγή:

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού, το 2010 επισκέφθηκαν την Κύπρο 2,91 εκατομμύρια τουρίστες[1], ενώ το 2019 ο αριθμός ανήλθε στα 4,12 εκατομμύρια[2]. Οι αεροπορικές μεταφορές είναι ο κύριος τρόπος μεταφοράς από και προς την Κύπρο, μεταφέροντας σχεδόν το σύνολο της επιβατικής κίνησης. Ως εκ τούτου η Κύπρος καθίσταται ως ένας σημαντικός παίκτης στην χάραξη αεροπορικής πολιτικής. Δεκάδες είναι οι εμπορικές εταιρίες αερομεταφορών, οι οποίες προσγειώνονται στα αεροδρόμια της Κύπρου και αφετέρου τίθενται σε ευθύνες και/ή υποχρεώσεις με βάση το Κυπριακό ή/και Ευρωπαϊκό ή/και Διεθνές Αεροπορικό Δίκαιο.

Το παρόν άρθρο σκοπό έχει να ερευνήσει και να παραθέσει στον αναγνώστη συνοπτικά, τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις που φέρουν οι αερομεταφορείς προς τους επιβάτες, αλλά και τα δικαιώματα ή/και αποζημιώσεις που μπορούν να απολαμβάνουν οι επιβάτες.

Νομοθετικό πλαίσιο

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που καθορίζει την αστική ευθύνη και τις υποχρεώσεις των εμπορικών αερομεταφορέων, είναι ο  περί Πολιτικής Αεροπορίας Νόμος του 2002, εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος») και η Διεθνής σύμβαση του Μόντρεαλ 1999[3].

Αναγκαστική προσγείωση[4]

Ο κυβερνήτης του αεροπλάνου στην αποκλειστική του κρίση δύναται να προχωρήσει με αναγκαστική προσγείωση, μόνο υπό τις πιο κάτω περιπτώσεις[5]:

  1. ασφάλειας του αεροσκάφους εξαιτίας ιδίως –
  2. βλάβης κινητήρα ή άλλου συστατικού του πτητικού μηχανισμού,
  3. άλλης επικίνδυνης ζημιάς του αεροσκάφους,
  4. ανεπάρκειας καύσιμων ή λιπαντικών,
  5. επικίνδυνων καιρικών συνθηκών,
  6. επικίνδυνης συμπεριφοράς προσώπου εντός του αεροσκάφους,
  7. απώλειας εκ μέρους μέλους του ιπτάμενου τεχνικού προσωπικού της δυνατότητας εκτελέσεως των καθηκόντων του,
  8. αποτροπής κίνδυνου ζωής ή κινδύνου υγείας προσώπου εντός του αεροσκάφους,
  9. παροχής άμεσης βοήθειας σε πρόσωπο επί του εδάφους, ευρισκόμενο σε κίνδυνο ζωής ή υγείας.

Ν.Β Όποιος υποστεί ζημιά ή βλάβη, την οποία προκάλεσε αναγκαστική προσγείωση ή επαναπογείωση ή απομάκρυνση αεροσκάφους, μπορεί να αξιώσει αποζημίωση[6].

Κανονισμός Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αρ. 261/2004

Ο κανονισμός (ΕΕ) αρ. 261/2004[7], ο οποίος εισάγεται αυτομάτως στην εθνική νομοθεσία όπως ορίζεται από το σύνταγμα (κοινοτικός νόμος υπέρτατος του εθνικού[8]), θέσπισε κοινούς κανόνες αποζημίωσης σε επιβάτες αεροπορικών μεταφορών.

Πιο συγκεκριμένα: –

Σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης (εθελοντές):

Όταν αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα, ότι θα προβεί σε άρνηση επιβίβασης, τότε ψάχνει για επιβάτες οι οποίοι είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν από το δικαίωμά τούτο[9]. Οι επιβάτες αυτοί ονομάζονται «εθελοντές» και τους δίδεται αντάλλαγμα κάποιο όφελος υπό όρους που θα συμφωνηθούν μεταξύ ενδιαφερόμενου επιβάτη και αερομεταφορέα. Περαιτέρω έχει την δυνατότητα να επιλέξει ένα από τα πιο κάτω[10]:

 την εντός επτά (7) ημερών επιστροφή (του πλήρους αντιτίμου του εισιτηρίου του, στην τιμή που το αγόρασε, για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκαν και για το μέρος ή τα μέρη του ταξιδιού που ήδη πραγματοποιήθηκαν, εφόσον η πτήση δεν εξυπηρετεί πλέον κανένα σκοπό σε σχέση με το αρχικό ταξιδιωτικό του σχέδιο)
 το 50 % της τιμής του εισιτηρίου (πτήσης εντός ΕΕ)
 το 75% της τιμής του εισιτηρίου (πτήσης εκτός ΕΕ)

(Πίνακας 1.1)

Σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης παρά την θέλησή τους:

ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ[11]  
πτήσεις έως και 1500 χιλιομέτρων  €250,00
ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1500 και 3500 χιλιομέτρων·    €400,00
  Υπόλοιπες πτήσεις    €600,00

(Πίνακας  1.2)

Σε περίπτωση ματαίωσης:

Οι επιβάτες δικαιούνται:

  • Αποζημιώσεις/βοήθεια βάση πίνακα 1.1

Και:-

ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΒΑΤΕΣ[12]  
1.γεύματα και αναψυκτικά ανάλογα του χρόνου αναμονής τους
2.διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο όταν αποβαίνει αναγκαία η παρα- μονή τους : — επί μία ή περισσότερες νύκτες, ή — επί διάστημα επιπλέον εκείνου που σχεδίαζε ο επιβάτης·
3.μεταφορά μεταξύ αερολιμένα και καταλύματος (ξενοδοχείου ή άλλου).

(Πίνακας 1.3)

  • Αποζημιώσεις βάση του πίνακα 1.2 (εκτός και αν):
  • έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση δύο (2)  εβδομάδες τουλάχιστον πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης, ή
  • έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση μία έως δύο (2) εβδομάδες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με εναλλακτική πτήση, που τους επιτρέπει να φύγουν όχι περισσότερο από δύο (2) ώρες νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από τέσσερις ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης, ή
  • έχουν πληροφορηθεί τη ματαίωση λιγότερο από επτά (7) ημέρες πριν από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και τους προσφέρεται μεταφορά με άλλη πτήση, που τους επιτρέπει  να φύγουν όχι περισσότερο από μία (1) ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησης και να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό λιγότερο από δύο ώρες μετά την προγραμματισμένη ώρα άφιξης.

Σε περίπτωση καθυστέρησης:

Όταν ο αερομεταφορέας εκτιμά εύλογα, ότι μια πτήση θα έχει καθυστέρηση σε σχέση με την προγραμματισμένη ώρα αναχώρησής της[13]:-

Οι επιβάτες δικαιούνται την βοήθεια που αναγράφεται στον πίνακα 1.3.

Ν.Β Για να θεωρείται η καθυστέρηση εύλογη πρέπει:

  1. δύο ώρες ή περισσότερο προκειμένου για όλες τις πτήσεις έως 1 500 χιλιομέτρων
  2. τρεις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για όλες τις ενδοκοινοτικές πτήσεις άνω των 1 500 χιλιομέτρων και για όλες τις άλλες πτήσεις μεταξύ 1 500 και 3 500 χιλιομέτρων, ή
  3. τέσσερις ώρες ή περισσότερο προκειμένου για τις υπόλοιπες πτήσεις

Σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, ζημιάς ή καθυστερήσεως αποσκευών:

Σύμφωνα με την Σύμβαση του Μόντρεαλ[14], ο αερομεταφορέας ευθύνεται για τη ζημιά που προκαλείται σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας, ή βλάβης του φορτίου, υπό τον όρο μόνον ότι, το συμβάν που προκάλεσε τη ζημιά σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της αεροπορικής μεταφοράς[15].

Από την άλλη, ο αερομεταφορέας δεν ευθύνεται εάν και στο βαθμό που αποδείξει ότι, η καταστροφή, η απώλεια ή η βλάβη του φορτίου προκλήθηκε από έναν ή περισσότερους από τους κάτωθι λόγους[16]:

α) ενδογενές ελάττωμα, ποιότητα ή ατέλεια του φορτίου,

β) ελαττωματική συσκευασία του φορτίου από άλλο πρόσωπο εκτός από τον μεταφορέα ή τους υπαλλήλους ή τους πράκτορές του,

γ) εχθροπραξία ή ένοπλη σύρραξη,

δ) πράξη δημόσιας αρχής πραγματοποιούμενη σε σύνδεση με την είσοδο, την έξοδο ή τη διαμετακόμιση του φορτίου.

Ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών

Ο κανονισμός (ΕΕ) αρ. 861/2007[17], θέσπισε την Ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών, για απαιτήσεις μικρότερες των €2000,00[18] και κατάργησε επίσης τις ενδιάμεσες διαδικασίες που απαιτούνται για την αναγνώριση και εκτέλεση σε κράτος μέλος μιας απόφασης , που έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος με την ευρωπαϊκή διαδικασία μικροδιαφορών[19]. Η διαδικασία είναι απλή, αφού χρειάζεται η συμπλήρωση ενός τυποποιημένου εντύπου για την απαίτηση[20].

Με άλλα λόγια ο σκοπός της Ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, είναι η ταχεία εκδίκαση των διαφορών και η αποφόρτιση πολύτιμου δικαστηριακού χρόνου των εθνικών δικαστηρίων.

Disclaimer: Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ή/και δεν μπορεί να αποτελέσει νομική συμβουλή και δεσμεύεται για την ορθότητά του, με την ημερομηνία έκδοσής του. Δεν αναλύονται εξαντλητικά όλα τα νομικά σημεία, και ως εκ τούτου για περισσότερες πληροφορίες ή/και νομική συμβουλή επικοινωνήστε στο info@landaslaw.com


[1] https://www.worlddata.info/asia/cyprus/tourism.php .

[2] Ibid.

[3] σημαίνει την διεθνή σύμβαση για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων στις διεθνείς αεροπορικές μεταφορές, που υπογράφηκε στο Μόντρεαλ στις 28 Αυγούστου 1999 και κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Ενοποίηση Ορισμένων Κανόνων στις Διεθνείς Αεροπορικές Μεταφορές (Κυρωτικό) Νόμο του 2002.

[4] Άρθρο 101 του Νόμου.

[5] Ν. 213(I)/2002.

[6] Άρθρο 104 του Νόμου.

[7]ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 261/2004 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Φεβρουαρίου 2004 για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζημίωσης των επιβατών αεροπορικών μεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και ματαίωσης ή μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 295/91.

[8] Άρθρο 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής δημοκρατίας.

[9] Άρθρο 4 του Κανονισμού 261/2004.

[10] Άρθρο 8 του Κανονισμού 261/2004.

[11] Άρθρο 7 του Κανονισμού 261/2004.

[12] Άρθρο 9 του Κανονισμού 261/2004.

[13] Άρθρο 6 του Κανονισμού 261/2004.

[14] Σύμβαση του Μόντρεαλ για την ευθύνη των αερομεταφορέων 1999.

[15] Άρθρο 18(1) της Σύμβασης του Μόντρεαλ 1999.

[16] Άρθρο 18(2) της Σύμβασης του Μόντρεαλ 1999.

[17] ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 861/2007 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑÏΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 11ης Ιουλίου 2007 για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών.

[18] Άρθρο 2 του Κανονισμού 861/2007.

[19] Άρθρο 1 του Κανονισμού 861/2007.

[20] Άρθρο 4 του Κανονισμού 861/2007.

Racism article Cyprus Law
25
Aug2022

Ποινικό Δίκαιο: Το νομικό καθεστώς του Ρατσισμού στην Κύπρο

Εισαγωγή:

Επειδή το φαινόμενο του ρατσισμού και η υποκίνηση μίσους που παρατηρείται στην Κυπριακή κοινωνία, παρουσιάζει μία ανησυχητική άνοδο και είναι σε έξαρση, το παρόν άρθρο έχει ως στόχο να ερευνήσει και να ενημερώσει τον αναγνώστη για το νομικό καθεστώς του ‘Ρατσισμού’ ή/και της υποκίνησης μίσους –  «έγκλημα εκφοράς ρατσιστικού λόγου[1]» με δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους στην Κυπριακή έννομη τάξη. 

Υιοθετώντας την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ[2], η Bουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον Ν. 134(I)/2011[3], εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος»), ο οποίος δίδει την εξουσία στον Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη σε πρόσωπα που υποκινούν το μίσος[4] σε ομάδες ανθρώπων αυτεπάγγελτα[5], χωρίς την οποιαδήποτε προηγούμενη καταγγελία του θύματος[6].

 

Εγκλήματα μίσους και Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφεξής «ΕΔΑΔ»

Η φύση των «εγκλημάτων μίσους», επεξηγείται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Directorate-General Justice[7], Programme ως:

«Τα εγκλήµατα µίσους είναι ποινικά αδικήματα που διαπράττονται µε κίνητρο την προκατάληψη.  Ως εκ τούτου, αποκαλούνται κοινώς εγκλήµατα «λόγω προκαταλήψεων», και ο χαρακτηρισµός αυτός φέρνει στο προσκήνιο τα δύο καθοριστικά τους χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι η διαπραχθείσα πράξη πρέπει να αναγνωρίζεται ως αξιόποινη πράξη σύµφωνα µε το εθνικό ή το διεθνές ποινικό δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, και παρά τις µικρές αποκλίσεις µεταξύ των κρατών ως προς την ακριβή σειρά των συµπεριφορών που µπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ποινικού αδικήµατος (σε αντίθεση µε το παράπτωµα, για παράδειγµα), η πρώτη προϋπόθεση ενός εγκλήµατος µίσους είναι ένα βαθιά εδραιωµένο και βασικό χαρακτηριστικό κάθε νοµικού συστήµατος σε κάθε κοινωνία του κόσµου. Παραδείγµατα εγκληµάτων µίσους µπορεί να περιλαµβάνουν – ενδεικτικά και όχι περιοριστικά- πράξεις απειλής ή/και άλλες προσπάθειες εκφοβισµού, βλάβη της περιουσίας, επίθεση και ανθρωποκτονία.

Το δεύτερο διακριτικό χαρακτηριστικό, ωστόσο, το οποίο χρησιµεύει επίσης για να διαφοροποιήσει τα εγκλήµατα µίσους από άλλα εγκλήµατα, είναι λιγότερο απτό και εύκολο να προσδιοριστεί, καθώς αφορά το βαθύτερο κίνητρο , που προκάλεσε την πράξη. Δηλαδή, προκειµένου ένα αδίκηµα να συνιστά έγκληµα µίσους, σε αντίθεση µε ένα συνηθισµένο αδίκηµα του ποινικού νόµου, ο δράστης ή οι δράστες κινούµενοι από µια προκατειληµµένη άποψη, εγγενώς συνδεδεµένη µε τα πραγµατικά ή υποτιθέµενα ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά, προστατευόµενα από το δίκαιο- ενός προσώπου – και καθιστώντας έτσι στόχο στα µάτια του δράστη. »

Στην υπόθεση  Škorjanec v. Κροατίας[8], υποδείχθηκε ότι:

«Η αντιμετώπιση της βίας με ρατσιστικά κίνητρα και της βιαιότητας σε ισότιμη βάση με τις υποθέσεις που δεν έχουν ρατσιστικές ιδιαιτερότητες θα ισοδυναμούσε με την αποφυγή αντιμετώπισης της ειδικής φύσης πράξεων ιδιαίτερα καταστροφικών για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.  Η έλλειψη διακρίσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις είναι δυνατό να συνιστά αδικαιολόγητη μεταχείριση ασυμβίβαστη με το άρθρο 14 της Συμβάσεως.»

Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην υπόθεση Ιdentoba και άλλοι ν. Γεωργίας[9], όπου έγινε λόγος για συναίνεση και συνενοχή εφόσον αποφασίστηκε ότι:

«[…]χωρίς αυστηρή προσέγγιση από τις αρχές επιβολής του νόμου, τα εγκλήματα που προκαλούνται από προκατάληψη θα αντιμετωπίζονται σε ίση βάση με συνήθεις υποθέσεις που δεν έχουν τέτοιες αποχρώσεις και η προκύπτουσα αδιαφορία θα ισοδυναμεί με την επίσημη συναίνεση ή ακόμα και συνενοχή όσον αφορά τα εγκλήματα μίσους.»

Περαιτέρω στην υπόθεση Király και Dömötör v. Ουγγαρίας[10], έγινε λόγος για νομιμοποίηση ή και ανοχή τέτοιων συμπεριφορών εάν τα εγκλήματα μίσους δεν αντιμετωπίζονται με την απαιτούμενη αυστηρότητα:

«Το Δικαστήριο εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η εν λόγω αντιμετώπιση θα μπορούσε να θεωρηθεί από το κοινό ως νομιμοποίηση ή/και ανοχή τέτοιων συμπεριφορών εκ μέρους του κράτους.»

Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου

Αδικήματα τα οποία τελέστηκαν βάση του Νόμου, δίδουν την δικαιοδοσία στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας να εκδικάσουν τα αδικήματα εφόσον, έχουν διαπραχθεί:

  • από πολίτη της Δημοκρατίας[11]
  • ολόκληρο ή μέρος στο έδαφος της Δημοκρατίας[12]
  • προς όφελος νομικού προσώπου το οποίο έχει την έδρα του στο έδαφος της Δημοκρατίας[13]

ΝΒ. Δικαιοδοσία δίδεται ακόμη και στην περίπτωση που οι πράξεις τελούνται μέσω συστήματος πληροφορικής.

 

Συστατικά στοιχεία αδικήματος και Ποινές:

Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου:

Πρόσωπο το οποίο: –

  1. εκ προθέσεως
  2. είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση
  3. υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής
  4. κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα

Είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές[14].

Ν.Β Κύριο συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η «υποκίνηση».  Η υποκίνηση (incitement), όπως π.χ. η απόπειρα (attempt) και η συνωμοσία (conspiracy), αποτελεί ατελές έγκλημα (inchoate crime) σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα το οποίο στοχεύεται[15].  Ειδικότερα, η «υποκίνηση» έχει την έννοια της ενθάρρυνσης άλλου προσώπου να διαπράξει ένα άλλο έγκλημα.

 

Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας

Κατά το Άρθρο 3(2)(α) του Νόμου:

Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως και κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα με οποιοδήποτε τρόπο: –

  1. δημόσια επιδοκιμάζει ή αρνείται ή κατάφωρα υποβαθμίζει τα εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
  2. και στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής
  3. και η συμπεριφορά του αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.

Είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια (5) ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες Ευρώ (€10 000) ή και στις δύο αυτές ποινές[16].

Ν.Β Οι ηθικοί αυτουργοί και συναυτουργοί, δύναται να διωχθούν και να καταδικαστούν ωσάν οι ίδιοι να διέπραξαν τα αναφερόμενα αδικήματα από τον Νόμο[17].

Ευθύνη και κυρώσεις Νομικών Προσώπων

Νομικό πρόσωπο είναι ένοχο όταν τα ανωτέρω αδικήματα, διαπράττονται ως όφελός του από φυσικό πρόσωπο το οποίο ασκεί εξουσίες ως διευθυντής[18] και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες Ευρώ (€10 000).

Περαιτέρω τα Δικαστήρια έχουν την εξουσία να διατάξουν[19]:

  1. τον προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις
  2. την προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας
  3. τη διάλυση του νομικού προσώπου
  4. τη δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.

Δυσφήμηση ξένων ηγεμόνων

Η δυσφήμηση ξένων ηγεμόνων (άρχοντα, πρέσβη ή άλλο ξένο αξιωματούχο), χωρίς οποιαδήποτε επαρκή δικαιολογία, βάση του (ΚΕΦ.154)[20], καθορίζεται ως πλημμέλημα επειδή επηρεάζουν τις σχέσεις με Ξένα Κράτη και την Εξωτερική Γαλήνη.

Καταληκτικό σχόλιο:

Ο νομοθέτης εν τη σοφία του ενώ από τη μία είχε να διαπραγματευτεί την σοβαρότητα του φαινομένου του ρατσισμού ή/και της υποκίνησης σε βία, από την άλλη επιφύλαξε και προστάτευσε την υποχρέωση σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι[21]. Αυτός είναι και ο λόγος, ο οποίος δίδεται η εξουσία μόνο στον Γενικό Εισαγγελέα ή/και κατόπιν έγκρισής του η ποινική δίωξη αδικήματος από τον Νόμο.


[1] Βλ. «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα» (Τιμητικός Τόμος Νέστορα Κουράκη), Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου.

[2] Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.

[3] Ο Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος του 2011.

[4] Για σκοπούς του Νόμου, ο ορισμός του μίσους δίδεται ως: μίσος που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή·

[5] Άρθρο 10 του Νόμου.

[6] Άρθρο 9 του Νόμου.

[7] Rights, Equality and Citizenship Programme and Pilot Projects, 2014, of DG Justice με τίτλο «Εγκλήματα Μίσους», European Judicial Training Project.

[8] Škorjanec v. Κροατίας, Αρ. Προσφ. 25536/14, ημερ. 28.3.2017.

[9] Ιdentoba και άλλοι ν. Γεωργίας, Αρ. Προσφ. 73235/12, ημερ. 12.5.2015.

[10] Αρ. Προσφ. 63409/11, ημερ. 17.1.2017.

[11] Άρθρο 7(β) του Νόμου.

[12] Άρθρο 7(α) του Νόμου.

[13] Άρθρο 7(γ) του Νόμου.

[14] Άρθρο 3(1) του Νόμου.

[15] Βλ. «Incitement: A Study in Language Crime», Joseph Jaconelli, Law School University of Manchester, Crim. Law and Philos, 2018, 12: σελ.245-265.

[16] Άρθρο 3(2) του Νόμου.

[17] Άρθρο 4 του Νόμου.

[18] Άρθρο 5(1) του Νόμου.

[19] Άρθρο 6(1) του Νόμου.

[20] Άρθρο 68 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμος (ΚΕΦ.154).

[21] Όπως κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.

08
Aug2022

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΠΟΙΝΗΣ ΦΥΛΑΚΙΣΗΣ

Νομοθετικό πλαίσιο:

Τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, εγκαθιδρύθηκαν και απόκτησαν αρμοδιότητα και δικαιοδοσία βάση του Ν. 14/1960[1], ως έχει τροποποιηθεί έως και σήμερα. Η οποιαδήποτε σύσταση οποιουδήποτε έκτακτου ή/και λαϊκού δικαστηρίου, απαγορεύεται ρητά από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας[2]. Οι εξουσίες των Δικαστηρίων στην αναστολή ποινών φυλάκισης, πηγάζουν από τους Ν. 95/1972[3], ως έχει τροποποιηθεί έως και σήμερα εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος»).

Ποινές

Τα Δικαστήρια έχουν την εξουσία ή/και την αρμοδιότητα να επιβάλουν τις ακόλουθες ποινές με βάση το ΚΕΦ.154[4], ως έχει τροποποιηθεί:

  • φυλάκιση διά βίου
  • φυλάκιση
  • χρηματική ποινή
  • καταβολή αποζημίωσης
  • παροχή εγγύησης για την τήρηση της τάξης και καλή διαγωγή ή για προσέλευση για ακρόαση δικαστικής απόφασης
  • επιτήρηση
  • οποιαδήποτε άλλη ποινή ή μεταχείριση επιβάλλεται δυνάμει άλλου νόμου.

Προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος αναστολής ποινής φυλάκισης

Ο νομοθέτης μέσα από την σύνταξη του ίδιου του Νόμου, έθεσε όχι μόνο τις ασφαλιστικές δικλείδες αλλά και εν τη σοφία του προβλεπόμενες προϋποθέσεις, έτσι ώστε να μην γίνεται κατάχρηση της εξουσίας των Δικαστηρίων ως προς την αναστολή της ποινής, αλλά και να μην καταχράται από την κοινωνία.

  • Η επιβληθείσα ποινή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα τρία (3) έτη[5].
  • Το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης και τα προσωπικά περιστατικά του κατηγορούμενου, πρέπει να δικαιολογούν την αναστολή της ποινής[6]. (βλ.         ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. HALIL, Αριθμός υπόθεσης: 19537/2019, 28/1/2020)
  • Το Δικαστήριο εξηγεί σε απλή γλώσσα στον κατηγορούμενο τους όρους αναστολής της ποινής και τις συνέπειες μη συμμόρφωσης με το διάταγμα αναστολής της ποινής φυλάκισης[7].

Ν.Β Σε περίπτωση όπου πρόσωπο, διαπράξει αδίκημα το οποίο προνοεί ποινή φυλάκισης (κατά την περίοδο ισχύεις του διατάγματος αναστολής) και του έχει ανασταλεί προηγούμενος η ποινή μέσω διατάγματος αναστολής από το Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο δύναται να ενεργοποιήσει και την προηγούμενη επιβληθείσα ποινή[8]. (βλ.         ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Υπόθεση με αρ.: 11251/2021, 12/1/2022, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. BRUMAR, Υπόθεση με αρ.: 7542/2021., 27/4/2021, ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. ΜΗΝΑ κ.α., Υπόθεση με αρ.: 15565/2020., 23/2/2021)

Διατάγματα επιτηρήσεως

Σε περίπτωση όπου το Δικαστήριο επιβάλει ποινή φυλάκισης που υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, τότε δύναται να αναστείλει την ποινή φυλάκισης και να εκδώσει Διάταγμα επιτηρήσεως, όπου θα θέτει τον καταδικασθέντα υπό την επιτήρηση επιτηρούντος λειτουργού για περίοδο που θα αναγράφεται στο διάταγμα[9]. (βλ. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. ASPANIDIS κ.α., Αριθμός υπόθεσης: 661/2020, 26/5/2020)[10]

Εξουσίες που δίδονται στην Εκτελεστική Εξουσία

Το Άρθρο 53 του Νόμου αναφέρει ότι:

«1. Ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας έχουσι το δικαίωμα απονομής χάριτος εις άτομα καταδικασθέντα εις θάνατον και ανήκοντα εις την κοινότητα εκατέρου αυτών.»

Ν.Β Το παρόν Άρθρο θα μπορούσε να θεωρηθεί και αναχρονιστικό, διότι με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και με την υπογραφή του Έκτου πρωτοκόλλου[11] και του Δέκατου Τρίτου[12], η θανατική ποινή έχει καταργηθεί για οπουδήποτε αδίκημα.

Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι η θανατική ποινή για φόνο καταργήθηκε στην Κύπρο στις 15 Δεκεμβρίου 1983[13], ενώ καταργήθηκε για όλα τα εγκλήματα, στις 19 Απριλίου 2002. Η θανατική ποινή αντικαταστάθηκε με ισόβια κάθειρξη. Η Κύπρος έχει υπογράψει και το δεύτερο προαιρετικό πρωτόκολλο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, το οποίο προβλέπει την πλήρη κατάργηση της θανατικής ποινής. Η Κύπρος είχε αρχικά κάνει κράτηση[14] για το δεύτερο πρωτόκολλο, που επέτρεπε την εκτέλεση για σοβαρά εγκλήματα σε περίοδο πολέμου, αλλά στη συνέχεια κατήργησε αυτή τη κράτηση.

Το ίδιο Άρθρο του Νόμου δίδει την εξουσία στον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας και τον Αντιπρόεδρο να μειώνουν, αναστέλλουν ή μετατρέπουν οποιανδήποτε ποινή επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο, κατόπιν της σύμφωνου γνώμης του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Το παρόν άρθρο δεν αποτελεί νομική συμβουλή, αλλά είναι ενδεικτικό και δεσμεύεται ως προς την ορθότητά του κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του. Τυχόν τροποποιήσεις ή/και αλλαγές πιθανό να επηρεάσουν. Για οποιεσδήποτε πληροφορίες, επικοινωνήστε με το γραφείο μας στο info@landaslaw.com


[1] Ο περί Δικαστηρίωv Νόμoς τoυ 1960

[2] Άρθρο 30 (1) του Συντάγματος

[3] Ο περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972

[4] Άρθρο 26 του περί Ποινικού Κώδικα Νόμος (ΚΕΦ.154)

[5] Άρθρο 3 (1) του Νόμου

[6] Άρθρο 3 (2) του Νόμου

[7] Άρθρο 3 (4) του Νόμου

[8] Άρθρο 4 του Νόμου

[9] Άρθρο 5(1) του Νόμου

[10] Βλ. επίσης ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. ΚΚΟΜΟΡ, Αριθμός υπόθεσης: 10406/2019, 18/12/2020

[11] Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950

[12] Στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σχετικά με την Κατάργηση της θανατικής Ποινής σε όλες τις Περιστάσεις

[13] Καταργήθηκε στην πράξη από το 1962

[14] Ενδεικτικά η επιφύλαξη: «Η Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με το Αρθρο 2.1 του Δευτέρου Πρωτοκόλλου του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, δηλώνει ότι επιφυλάσσει το δικαίωμα να προβλέπει στην εσωτερική νομοθεσία της την εφαρμογή της θανατικής ποινής σε ενόχους πολύ σοβαρών εγκλημάτων στρατιωτικού χαρακτήρα που διαπράττονται σε καιρό πολέμου.»

14
Jul2022

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ(ΜΕΡΟΣ Γ): ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΣΕ ΚΕΝΤΡΑ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΟΡΟΙ, ΑΔΕΙΕΣ, ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΣΘΟΥ κλπ.)

Νομοθετικό πλαίσιο

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο το οποίο διέπει και ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ Εργοδοτουμένου και Εργοδοτούμενου σε κέντρα αναψυχείς, αλλά και εξασφαλίζει τα δικαιώματα και θέτει τις υποχρεώσεις μεταξύ των δύο στο Κυπριακό δίκαιο, είναι Ο περί Εργοδοτουμένων εις Κέντρα Αναψυχής (Όροι Υπηρεσίας) Νόμος του 1968 (Ν.80/1968), ως έχει τροποποιηθεί έως σήμερα εφεξης θα αναφερεται ως (ο «Νόμος»).

Για σκοπούς του νόμου, η ερμηνεία του «κέντρου αναψυχής» δίδεται ως: “εστιατόριον, ζαχαροπλαστείον, καμπαρέ, καφενείον, μουσικόν κέντρον, μπαρ, νάϊτ κλάμπ, ποτοπωλείον, ταβέρναν, λέσχην και οιονδήποτε άλλο μέρος εις το οποίον καταναλίσκονται ή παρασκευάζονται ποτά ή φαγητά”[1].

Οι όροι εργασίας των Εργοδοτούμενων σε Κέντρα Αναψυχής (όπως ερμηνεύεται από τον Νόμο)[2] καθορίζονται από κανονισμούς τους οποίους εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο[3].

Υποχρεώσεις και Δικαιώματα (Ωράριο)

  • Κάθε Εργοδότης οφείλει να εφοδιάσει τον Εργοδοτούμενο σε κέντρο αναψυχής, με επαγγελματικό βιβλιάριο[4].
  • Κανένας εργοδοτούμενος δεν εργάζεται πέραν των 48 ωρών την εβδομάδα (συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών).
  • Κανένας εροδοτούμενος δεν εργάζεται πέρα των 8 ωρών ημερησίως (Σε εξαιρετικές περιπτώσεις δύναται να αυξηθεί μέχρι 10)[5].
  • Κάθε εργοδοτούμενος απολαμβάνει κάθε βδομάδα, μια (1) ημέρα αργίας επί πληρωμή[6].
  • Όλοι οι εργοδοτούμενοι δικαιούνται ετήσια άδεια μετ’ απολαβών τουλάχιστον τεσσάρων (4) εβδομάδων.[7]

N.B Εργασία μετά την συμπλήρωση του σύνηθες ωραρίου, θεωρείται υπερωρία και αμείβεται σε αναλογία 1 : 1 ½

Κάθε εργοδότης οφείλει να έχει αναρτημένους σε περίοπτη θέση μέσα στο κέντρο αναψυχής πίνακες που να αναγράφουν[8]:

α) την κατανομή του δικαιώματος υπηρεσίας,

β) το πρόγραμμα υπηρεσίας των υπαλλήλων, και

γ) την ετήσια άδεια των εργοδοτουμένων.

Αργίες επί πληρωμή

Σε περίπτωση που εργοδοτούμενος κέντρου αναψυχής εργαστεί σε οποιαδήποτε από τις πιο κάτω αργίες καταβάλλεται σ’ αυτόν χρηματική αποζημίωση όχι μικρότερη της αναλογίας 1 : 2

1 Ιανουαρίου  1 Μαΐου  
6 Ιανουαρίου  Του Αγίου Πνεύματος  
Καθαρά Δευτέρα  15 Αυγούστου  
25 Μαρτίου  1 Οκτωβρίου  
1 Απριλίου  28 Οκτωβρίου  
Μεγάλη Παρασκευή  25 Δεκεμβρίου  
Κυριακή του Πάσχα  26 Δεκεμβρίου
Δευτέρα του Πάσχα   

Ποινές

Εάν οποιοσδήποτε Εργοδότης παραβεί ή/και παραλείψει να συμμορφωθεί προς τις διατάξεις των Κανονισμών 3 και 5 του ΠΙΝΑΚΑ του Νόμου είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι ενός (1) έτους ή σε πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες λίρες (£2.000 = €3,417) ή και στις δύο ποινές μαζί.


[1] Άρθρο 2 του Ν.80/1968, ως έχει τροποποιηθεί

[2] Ibid.

[3] Άρθρο 6 του Ν.80/1968, ως έχει τροποποιηθεί

[4] Κανονισμός 2 Πρώτου Πίνακα του Ν.80/1968

[5] Κανονισμός 3(3) του Νόμου

[6] Κανονισμός 3(2) του Νόμου

[7] Κανονισμός 5(1) του Νόμου

[8] Κανονισμος 9 του Νόμου

28
Jun2022

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟ ΚΡΑΤΗΣΗ Ή ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ

Τα δικαιώματα που έχουν πρόσωπα που τελούν υπό κράτηση ή κατά την σύλληψη τους στο Κυπριακό Δίκαιο, απορρέουν από τον Νόμο 163(I)/2005[1] και το ΚΕΦ.155[2], ως έχει τροποποιηθεί έως και σήμερα εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος»). Στα πλαίσια της εναρμόνισης της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις πράξεις[3] της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως ο υπέρτατος νόμος[4], ενσωματώθηκαν στον ίδιο Νόμο οι οδηγίες 2012/13/ΕΕ[5], 2013/48/ΕΕ[6] και 2016/343ΕΕ[7].

Δικαιώματα προσώπων κατά την σύλληψή τους

Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας, πληροφορείται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτόν για:

  1. Τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του καθώς και για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε[8].
  2. Δικαίωμα πρόσβασης σε Δικηγόρο[9] (με δικηγόρο της δικής του επιλογής χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου)[10].
  3. Να ζητήσει την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του[11].
  4. Δικαίωμα επικοινωνίας με οποιοδήποτε συγγενικό πρόσωπο ή με τον εργοδότη του ή με άλλο πρόσωπο της επιλογής του (στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας)[12].
  5. Δικαίωμα σε νομική αρωγή[13].
  6. Δικαίωμα μετάφρασης[14].
  7. Δικαίωμα σιωπής[15].
  8. Δικαίωμα  της μη αυτοενοχοποίησης[16].
  9. Χώρο κράτησής ή προτιθέμενης κράτησής του[17].

Πρόσβαση σε δικηγόρο[18]

  • Προτού ανακριθεί από την Αστυνομία
  • Εγκαίρως προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου
  • Κατά τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία
  • Μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση

Ν.Β Η Αστυνομία Κύπρου έχει την υποχρέωση να τηρεί το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και του δικηγόρου του κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στον παρόντα Νόμο δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.

Δικαιώματα κατά την κράτηση

  • Κάθε κρατούμενος δικαιούται να έχει για την υπεράσπισή του εμπιστευτικές συνεντεύξεις με το Δικηγόρο του (χωρίς την παρουσία του οποιουδήποτε)[19]
  • Κάθε κρατούμενος δικαιούται να αποστέλλει και παραλαμβάνει επιστολές[20]:
  • Προς και από το δικηγόρο του (χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση)
  • Προς και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Επίτροπο Διοικήσεως, την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας και οποιαδήποτε διεθνή ή εθνική επιτροπή (χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση)
  • Προς και από συγγενικά, φιλικά ή άλλα πρόσωπα (το περιεχόμενο θα ελέγχεται από μέλος της Αστυνομίας)
  • Δικαίωμα συνάντησης με οποιοδήποτε συγγενικό  ή άλλο πρόσωπο της επιλογής αυτού (με την παρουσία μέλους της Αστυνομίας)[21]

Συνθήκες κράτησης[22]

  • Σεβασμός του δικαιώματός του να μην υποβάλλεται σε:
  • Βασανιστήρια
  • Απάνθρωπη ή ταπεινωτική τιμωρία
  • Οποιασδήποτε σωματική ή ψυχολογική ή διανοητική βία
  • Κάθε κρατούμενος δικαιούται:
  • Αξιοπρεπής μεταχείριση, συμπεριφορά, και διαβίωση
  • Κελί λογικού μεγέθους, στο οποίο παρέχονται οι στοιχειώδεις ανέσεις και συνθήκες υγιεινής, επαρκής φωτισμός και εξαερισμός και κατάλληλος εξοπλισμός ξεκούρασης
  • Να τυγχάνει ιατρικής εξέτασης ή/και περίθαλψης ή/και παρακολούθησης από ιατρό της δικής του επιλογής και να επικοινωνεί για το σκοπό αυτό αυτοπροσώπως τηλεφωνικά μαζί του (στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής)[23]

Ν.Β. Σημαντική εξέλιξη αποτελεί η ψήφιση από την βουλή του τροποποιητικού Ν.141(I)/2021, ο οποίος διέγραψε το Άρθρο 30 (Κατάχρηση από κρατούμενο δικαιώματος ιατρικής εξέτασης κ.λπ.) του Νόμου όπου προνοούσε ότι:

«30.  Κρατούμενος είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση που αποδεδειγμένα καταχράται το δικαίωμα ιατρικής εξέτασης ή και περίθαλψης ή και παρακολούθησης ζητώντας τη διεξαγωγή τους χωρίς να αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας που να δικαιολογεί ιατρική εξέταση ή και περίθαλψη ή και παρακολούθηση, με σκοπό  να τύχει ανέσεων ή άλλου οφέλους ή να ταλαιπωρήσει οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής.»[24]

Δικαίωμα σε αποζημιώσεις

Το Άρθρο 36 του Νόμου, δίδει αγώγιμο δικαίωμα σε οποιοδήποτε πρόσωπο, του οποία τα δικαιώματα (που δίδονται από τον Νόμο) έχουν παραβιαστεί, να κινηθεί δικαστικός εναντίον του κράτους και του μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής ή υπευθύνου του κρατητηρίου που ευθύνεται για την παραβίαση του δικαιώματός του και δικαιούται για την παραβίαση δίκαιη αποζημίωση.

Disclaimer: Το παρόν άρθρο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ή/και δεν μπορεί να αποτελέσει νομική συμβουλή και δεσμεύεται με την ημερομηνία έκδοσής του. Δεν αναλύονται εξαντλητικά όλα τα νομικά σημεία, και ως εκ τούτου για περισσότερες πληροφορίες ή/και νομική συμβουλή επικοινωνήστε στο info@landaslaw.com


[1] Ο περί των Δικαιωμάτων Ύποπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005 (163(I)/2005)

[2] Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155)

[3] «Πράξεις» για σκοπούς του παρόντος άρθρου έχουν την ερμηνεία των Κανονισμών, Οδηγιών των νομοθετικών οργάνων της ΕΕ.

[4] ΑΡΘΡΟΝ 1Α του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας

[5] Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών

[6] Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας»

[7] Οδηγία 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας

[8] Άρθρο 3(1) (α) του Νόμου

[9] Άρθρο 3(1) (β) του Νόμου

[10] Άρθρο 3(2) (α) του Νόμου

[11] Άρθρο 2(Β) (β) του Νόμου

[12] Άρθρο 3(2) (β) του Νόμου

[13] Άρθρο 3(1) (γ) του Νόμου

[14] Άρθρο 3(1) (δ) του Νόμου

[15] Άρθρο 3(1) (ε)

[16] Άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155)

[17] Άρθρο 3(1) (ζ)

[18] Άρθρο 2(Α) του Νόμου

[19] Άρθρο 12 (1) του Νόμου

[20] Άρθρο 15(1) του Νόμου

[21] Άρθρο 16 του Νόμου

[22] Άρθρο 19 του Νόμου

[23] Άρθρο 23 του Νόμου

[24] Ν. 163(I)/2005

14
Jun2022

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΙΟΥΝΙΟΥ 2022: ΑΦΟΡΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ Ή/ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΕΜΦΕΡΟΝ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ ΣΤΙΣ ΚΑΤΕΧΟΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ

Ο περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κυρηνείας (Προσωριναί Διατάξεις) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2022

Θετική εξέλιξη αποτελεί η τροποποίηση του Νόμου η οποία υπερψηφίστηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων στις 09/06/2022 και η οποία αφορά τους ιδιοκτήτες ή/και πρόσωπα που έχουν συμφέρον ακίνητων περιουσιών στις κατεχόμενες περιοχές.

  • Σκοπός του νόμου είναι η τροποποίηση του περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κυρηνείας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα για έναρξη νέας διαδικασίας υποβολής δηλώσεων ακίνητης ιδιοκτησίας στις κατεχόμενες περιοχές από τους ιδιοκτήτες τους, ενώπιον του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.
  • Ενδιαφερόμενοι ιδιοκτήτες θα μπορούν να υποβάλουν τις δηλώσεις τους εντός δώδεκα (12) μηνών από τη δημοσίευση της σχετικής ειδοποίησης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας

Η σχεική τροποποίηση:

Ο βασικός νόμος τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος αυτού της ακόλουθης ειδικής διάταξης:

16.  Ανεξαρτήτως των προβλεπόμενων στις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 σε σχέση με την ετοιμασία και την υιοθέτηση νέων αρχείων και την προθεσμία υποβολής των αναφερόμενων στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 5 δηλώσεων, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

(α)    Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Επαρχιακών Κτηματολογικών Γραφείων Αμμοχώστου και Κυρηνείας (Προσωριναί Διατάξεις) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022, ο Διευθυντής εντός ενός μηνός, για σκοπούς συμπλήρωσης των υφισταμένων αρχείων καλεί κατόπιν σχετικής ειδοποίησης, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθώς και σε άλλη εφημερίδα και μέσα μαζικής επικοινωνίας, τους ιδιοκτήτες ακινήτων ή/και όσους έχουν συμφέρον σε ακίνητα τα οποία δεν έχουν προηγουμένως δηλωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου όπως υποβάλουν ενώπιόν του κατά τον καθορισμένο τύπο, δήλωση, για τα πιο πάνω ακίνητα

(β)    Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) δήλωση πρέπει να περιέχει στοιχεία σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο περιλαμβανομένου του πιστοποιητικού εγγραφής, εφόσον αυτό υπάρχει, ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία ή έγγραφα τα οποία αφορούν την ύπαρξη  συγκεκριμένου συμφέροντος επί του εν λόγω ακινήτου με βάση τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5.».[1] 

Ν.Β Το παρόν ενημερωτικό δελτίο αποτελεί ενημέρωση προς το κοινό και σε καμία περίπτωση, δεν παρέχει  οποιαδήποτε νομική συμβουλή. Είναι σε ισχύει από την ημερομηνία έκδοσής του και αφορά την εκάστοτε νομοθεσία μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσής του. Νομοθετήματα ή/και κανονισμοί δύναται να αλλάξουν.

Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε μαζί μας στο info@landaslaw.com


[1] Υπογραμμίσεις ή/και σημειώσεις δικές μας

06
Jun2022

Company Law Q&A; On the restoration of a Company

What is the legal status of a Company in Cyprus?

The current legal framework which regulates Companies in Cyprus is the Companies Act (Cap.113), as it has been amended from time to time hereinafter referred to as (the “Law”) and EU Directives and/or Regulations. The fundamental attribute of corporate personality from which indeed all the other consequences flow is that the corporation is a legal entity distinct from its members[1]. Hence it is capable of enjoying right and of being subject to duties which are not the same as those enjoyed or borne by its members[2]. Inter alia, it has “legal personality” in contract with human being, a natural person.

How a company is dissolved?

There are two ways a company can be dissolved in Cyprus. The one is voluntary while the other is involuntary.

Involuntary:

  1. When the Registrar of Companies has good ground to believe that a company is not doing business and/or is not operating, he or she may mail to the company a letter verifying whether the company is doing business or operating[3]. If no answer is given (within (1) month) to the Registrar of Companies, then another registered letter is mailed to the Company (after 14 (fourteen) days), warning that if the Company fails to reply once again in 1 (one) month period the Registrar of Companies will publish a notice and delete the Company from the register[4].
  2. If the Company fails to submit any documents that has the obligation to do so to the Registrar of Companies[5].
  3. If the Company fails to pay the annual levy for a period of more than 1 year[6].
  4. If the Company has a lot of creditors and cannot pay its debts (Court procedure)

Voluntary:

A voluntary dissolution of the Company can take place but not limited to if the Board of Directors of the Company (after signing a resolution) send to the Registrar of Companies a specified form for the dissolution of the Company[7].

How to restore a dissolved Company?

A company that has been dissolved from the Registrar of Companies either voluntarily or involuntary can be reinstated and considered to exist as if it had not been dissolved. There are two options of how to restore a Company in Cyprus, the one is through the Court, while the other is through an administrative procedure.

Restoration through the Court:

  • Any interested party (i.e. member, creditor etc.) has the right for a general petition to the Court for the restoration of the dissolved Company[8].
  • The petition can be made within 20(twenty) years after the dissolution
  • The court, if it is satisfied that the company at the time of its dissolution was carrying out business and/or was in operation, or otherwise that it is right and/or fair for the company to be restored to the register, issues an injunction restoring the company to the register.
  • The interested party shall serve the injunction for the restoration to the Registrar of Companies either by hand or by registered mail.
  • Fee to the Registrar of Companies: €160.00

Administrative restoration[9]

The power of administrative restoration is provided to a company that has been dissolved by the Registrar of Companies for the following reasons:

  1. Failure to submit with the Registrar of Companies any document required by the Law (i.e. Annual Reports, etc.)
  2. Failure to pay the annul leave.
  3. If the Registrar of Companies had a reasonable reason to believe that the company did not carry out business and/or was not operating

The procedure

  • Officer[10] or member of the Company has the right for the petition of administrative restoration (HE 64)[11].
  • The petition can be done within 24 (twenty-four) months after the dissolution
  • Fee to the Registrar of Companies: €20.00
  • This procedure has been applicable from the 6th of December 2021

[1] Definition of members: The Company’s shareholders

[2] Paul L. Davies & Sarah Worthington, “Gower & Davies Principles of Modern Company Law”, Sweet and Maxwell 9th edition (2012), p. 35

[3] Article 327 (1) of the Companies Act (Cap.113)

[4] Article 327 (2) of the Companies Act (Cap.113)

[5] Article 327 (6) of the Companies Act (Cap.113)

[6] Article 327 (2A) b of the Companies Act (Cap.113)

[7] Article 327 (2A) of the Companies Act (Cap.113)

[8] Article 327 (7)A of the Companies Act (Cap.113)

[9] Article 327Α of the Companies Act (Cap.113)

[10] Officer has the meaning of the Director or Secretary of the Company

[11] https://www.companies.gov.cy/assets/modules/wgp/articles/202112/1909/docs/he64_fillable.pdf

11
May2022

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ (ΜΕΡΟΣ Α): ΠΟΤΕ ΜΠΟΡΕΙ Η ΑΠΟΛΥΣΗ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΝΟΜΙΜΗ; ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΩΝ

Νομοθετικό πλαίσιο

Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο το οποίο ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου στο Κυπριακό δίκαιο είναι ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967 (Ν. 24/1967), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, εφεξής (ο «Νόμος»). Αποκλειστική δικαιοδοσία να εξετάζει τα ζητήματα επί εργατικών διαφορών, έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο Νόμος αυτός, αποτελεί μία τεράστια σύγχρονη κοινωνική κατάκτηση[1] και η εφαρμογή του στην Κυπριακή κοινωνία είναι ύψιστης σημασίας. Η ανάλυση του ωστόσο, πρέπει όχι μόνο να ξεπερνά την πρόθεση του νομοθέτη αλλά και να έχει επιτακτική εφαρμογή στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας.

Βάρος Απόδειξης

Σύμφωνα με το Νόμο, ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου από τον εργοδότη τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα και παράνομα[2], και ως εκ τούτου ο εργοδοτούμενος έχει δικαίωμα εις αποζημίωση[3]. Ο Εργοδότης έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτούμενου έγινε νόμιμα, επί του ισοζυγίου των πιθανοτήτων[4]. Η απόφαση για απόλυση ενός εργοδοτουμένου θα πρέπει να βρίσκεται εντός των πλαισίων των λογικών αντιδράσεων ενός λογικού εργοδότη υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις για το συγκεκριμένο λόγο βάσει των ενώπιόν του στοιχείων[5].

Λόγοι απόλυσης

Οι λόγοι απόλυσης οι οποίοι θεωρούντε νόμιμοι εάν αποδεικτούν από τον εργοδότη και ως εκ τούτου δεν παρέχουν δικαίωμα εις αποζημίωση στον εργοδοτούμενο, αναφέρονται εξαντηλητικά στον Άρθρο 5 του Νόμου:

  1. όταν ο εργοδοτούμενος παραλείπη να εκτελέση την εργασίαν του κατ’ ευλόγως ικανοποιητικόν τρόπον.
  2. όταν ο εργοδοτούμενος κατέστη πλεονάζων υπό την έννοιαν του Μέρους IV.
  3. όταν ο τερματισμός οφείληται εις ανωτέραν βίαν, πολεμικήν ενέργειαν, πολιτικήν εξέγερσιν, θεομηνίαν ή καταστροφήν των εγκαταστάσεων διά πυρκαϊάς μη οφειλομένης εις εσκεμμένην ενέργειαν ή αμέλειαν του εργοδότου.
  4. όταν η απασχόλησις τερματίζηται κατά την λήξιν συμβάσεως τακτής περιόδου, ή λόγω της υπό του εργοδοτουμένου συμπληρώσεως της κανονικής ηλικίας αφυπηρετήσεως βάσει εθίμου, νόμου, συλλογικής συμφωνίας, συμβάσεως, κανόνων της εργασίας ή άλλως.
  5. όταν ο εργοδοτούμενος επιδεικνύη τοιαύτην διαγωγήν ώστε να καθιστά εαυτόν υποκείμενον εις απόλυσιν άνευ προειδοποιήσεως.
  6. άνευ επηρεασμού της γενικότητος της αμέσως προηγουμένης παραγράφου, τα ακόλουθα δύνανται, μεταξύ άλλων, να αποτελέσωσι λόγον απολύσεως άνευ προειδοποιήσεως, λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των περιστατικών της περιπτώσεως:
  7. διαγωγή εκ μέρους του εργοδοτουμένου η οποία καθιστά σαφές ότι η σχέσις εργοδότου και εργοδοτουμένου δεν δύναται ευλόγως να αναμένηται όπως συνεχισθή.
  8. διάπραξις σοβαρού παραπτώματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει των καθηκόντων του.
  9. διάπραξις ποινικού αδικήματος υπό του εργοδοτουμένου εν τη εκτελέσει του καθήκοντος του, άνευ της ρητής ή σιωπηρός συγκαταθέσεως του εργοδότου του.
  10. απρεπής διαγωγή του εργοδοτουμένου κατά τον χρόνον της εκτελέσεως των καθηκόντων του.

Περεταίρω οι πιο κάτω λόγοι δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρήσουν τον τερματισμό της απασχόλησης νόμιμο:

  • Η ιδιότητα μέλους σε συντεχνία ή/και η συμμετοχή εκτός των εργάσιμων ωρών.
  • Η ιδιότητα ή/και το αξίωμα ως αντιπροσώπου εργατών
  • Η καλόπιστη υποβολή παραπόνου εναντίων του εργοδότη ή/και η συμμετοχή σε αστική ή ποινική διαδικασία.
  • Διάκριση λόγω φυλής, χρώματος, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, θρησκεία, πολιτικές απόψεις, εθνική προέλευση ή κοινωνική καταγωγή.
  • Εγκυμοσύνη ή/και μητρότητα.
  • Η λήψη γονικής άδειας ή άδειας για λόγους ανωτέρας βίας.

Προειδοποίηση τερματισμού από εργοδότη

Ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να δώσει ελάχιστη προειδοποίηση στον εργοδοτούμενο δυνάμει το Άρθρο 9 του Νόμου:

Εβδομάδες συνεχείς απασχόλησειςΠερίδος προειδοποίησης
=26   ή < 521 εβδομάδα
=52   ή < 1042 εβδομάδες
=104 ή < 1564 εβδομάδες
=156 ή < 2595 εβδομάδες
=260 ή < 3116 εβδομάδες
=312 ή < –7 εβδομάδες

NB. Νοείται ότι καμία προειδοποίηση δεν χρειάζεται να δωθεί από τον εργοδότη, κατά την διάρκεια δοκιμαστικής περιόδου (probation period).

Διαφυλάξεις δε υπάρχουν και για τις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης επιθυμεί όπως πληρώσει τον εργοδοτούμενο έναντι προειδοποιήσεως[6].

Προειδοποίηση τερματισμού από εργοδοτούμενο

Ο εργοδοτούμενος έχει την υποχρέωση να δώσει ελάχιστη προειδοποίηση στον εργοδότη δυνάμει του Άρθρου 10 του Νόμου:

Εβδομάδες συνεχείς απασχόλησειςΠερίδος προειδοποίησης
=26   ή < 521 εβδομάδα
=52   ή < 2602 εβδομάδες
=260 ή < –3 εβδομάδες

NB. Νοείται ότι καμία προειδοποίηση δεν χρειάζεται να δωθεί από τον εργοδοτούμενο, κατά τη διάρκεια δοκιμαστικής περιόδου (probation period).

Δικαίωμα εις αποζημίωση και Υπολογισμός

Σε περίπτωση όπου οι ανωτέρω λόγοι που έχουν αναφερθεί δεν ικανοποιήσουν το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ότι ο τερματισμός της απασχόλησης έγινε νόμιμα, τότε θα εκδικαστούν αποζημιώσεις υπέρ του εργοδοτούμενου[7].

Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει την απόλυτη διακριτική εξουσία στον υπολογισμό του εκδικαζόμενου ποσού πληρωμής, με τον μόνο περιορισμό τη μη εκδίκαση ποσού χαμηλότερου ποσού από ότι θα έπαιρνε ο εργοδοτούμενος σε περίπτωση πλεονασμού και μη μεγαλύτερου ποσού των ημερομησθίων 2 ετών.

Έχει δε την υποχρέωση να λάβει υπόψη τα κατωτέρο στον υπολογισμό του ποσού αποζημίωσης[8]:

  • τα ημερομίσθια και πάσας τας άλλας απολαβές του εργοδοτουμένου.
  • τη διάρκεια της υπηρεσίας του εργοδοτουμένου.
  • την απώλεια προοπτικής σταδιοδρομίας του εργοδοτουμένου.
  • τις πραγματικές συνθήκες του τερματισμού των υπηρεσιών του εργοδοτουμένου.
  • την ηλικία του εργοδοτουμένου.

[1] Kanika Developments Ltd ν. Λουκά (2004) 1 A.A.Δ. 603

[2] Άρθρο 6(1) του Ν. 24/67 όπως έχει τροποποιηθεί

[3] Άρθρο 3 του Ν.24/67

[4] Πολ. Έφεση 103/2012 Μ. Γεωργίου ν. Columbia World Wide Movers Ltd ημερ.7/7/2017

[5] Galatariotis Telecommunications Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ.318 & HSBC Bank plc (formerly Midland Bank plc) v. Madden (2001) 1 All ER. 550

[6] Άρθρο 11 του Νόμου  24/67,  όπως έχει τροποποιηθεί

[7] Άρθρο 3 του Νόμου 24/67, όπως έχει τροποποιηθεί.

[8] Πρώτος Πίνακας του Νόμου 24/67, όπως έχει τροποποιηθεί.

04
May2022

Law of Contracts; The post Covid-19 era

The main difference between the Principle of frustration and the ‘Force Majeure’ clause is that the first one is a statutory principle[7] (which was included in the drafting of the Law by the wisdom of the legislator) and the Court has the obligation to examine the contract in question, while the second one is a clause which shall be included in the contract of question.

As it was held by the Supreme Court of Cyprus: “The doctrine of frustration comes into play when a contract becomes impossible of performance, after it is made, on account of circumstances beyond the control of parties or the change in circumstances makes the performance of the contract impossible. In fact, impossibility and frustration are often used as interchangeable expressions. The changed circumstances make the performance of contract impossible. In India, the law dealing with frustration must primarily be looked at as contained in sections 32 and 56 of the Contract Act. The rule in section 56 exhaustively deals with the doctrine of frustration of contracts and it cannot be extended by analogies borrowed from the English Common Law. The Court can give relief on the ground of subsequent impossibility when it finds that the whole purpose or the basis of the contract has frustrated by the intrusion or occurrence of an unexpected event or change of circumstances which was not contemplated by the parties at the date of the contract”[8].

The legal effect of applying the principle of frustration is the voidance of the contract in question. In this way the parties to the contract are released from any further obligations they have under that contract[9].

The importance of including ‘Force Majeure” clause in the drafting of the Contract

As it was analyzed above, the Principle of Frustration applies by the Court only in cases where there was not a ‘Force Majeure’ clause in the contract of the question, because of the unforeseeable event[10]. The importance for both Parties that will enter into an Agreement, to include a ‘Force Majeure’ clause is out of question. It cannot only be used as a shield but also as a sword, by either party when the unforeseeable event occurs.

Finally, while drafting a contract we should bear in mind that clause of ‘Force Majeure’ should not be generic and/or vague as the Court may reject the clause.


[1] Article 10 of the Law of Contracts (Cap 149).

[2] Chesire, Fifoot & Furmston’s, “Law of Contract”, Oxford University Press, 17th Edition (2012), p.714.

[3] Ibid.

[4] Denny, Mott and Dickson Ltd v James B Fraser & Co Ltd [1994] AC 265 at 272, 274, [1994] 1 All ER 678 at 681, 683

[5] Pollock and Mulla: “The Indian Contract and Specific Relief Acts”, LexisNexis India 9th Edition page. 397

[6] Channel Island Ferries Ltd v Sealink UK Ltd [1988] 1 Lloyd’s Rep. 323 (10 December 1987)

[7] Article 56 of the Contract Law (CAP. 149)

[8] KIER (CYPRUS) ν. TRENCO CONSTRUCTIONS (1981) 1 CLR 30

[9] Article 56(2) of the Law

[10] Polyvios G. Polyviou: “Contract Law in Cyprus, Theory and Practice”, Chrysafinis and Polyviou (2017), p. 567

This website uses cookies to ensure you get the best experience on our website.
Accept