Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη θεμελίωση και την εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης στο Κυπριακό Δημόσιο Δίκαιο, το οποίο συνιστά μια καθοριστική πτυχή της συνταγματικής ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέσα από το σχολιασμό ορισμένων νομολογιακών αποφάσεων, οι οποίες εύλογα μπορούν να χαρακτηριστούν ως ορόσημο, γίνεται μια σύντομη ανάλυση του Δικαίου της Ανάγκης. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται επίσης στη σχέση του με τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως αυτά κατοχυρώνονται και προστατεύονται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
I. Εισαγωγή.
Είναι καθολικά παραδεκτό, πως η ύπαρξη και η ορθή εφαρμογή ενός συνταγματικού κειμένου αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του συνταγματικού οικοδομήματος καθώς και sine qua non στοιχεία μιας ευνομούμενης πολιτείας[1]. Αναφορικά με το κυπριακό συνταγματικό πλαίσιο, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός πως το κυπριακό Σύνταγμα κρίνεται ως ένα sui generis Σύνταγμα, του οποίου η πολυπλοκότητα, ο λεπτομερής και υπερβολικά άκαμπτος χαρακτήρας καθώς και η αυστηρή πλην όμως δικαιολογημένη κριτική την οποία δέχθηκε συνιστούν ιδιαίτερα γνωρίσματα του[2]. Ειδικότερα, ο De Smith επισήμανε πως το κυπριακό Σύνταγμα αποτελεί ένα «τραγικό και σε μερικές περιπτώσεις σχεδόν κωμικό κείμενο»[3] αντανακλώντας με το πιο εμφατικό τρόπο την εντελώς λανθασμένη φιλοσοφία του[4]. Πράγματι, το κυπριακό Σύνταγμα αποτέλεσε την απόρροια μιας επίπονης διαδικασίας διαπραγματεύσεων ενώ ιδιαίτερη αίσθηση προκαλούν αφενός οι δοτές ιδιομορφίες του και αφετέρου η ισχυρή παρουσία της δυαδικής αρχής η οποία βρίσκεται εμποτισμένη σε ποικίλες ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος[5]. Τα γεγονότα τα οποία ακολούθησαν την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 1963 είχαν ως άμεση απόρροια τη δημιουργία μιας πρωτοφανούς συνταγματικής κρίσεως, με το κυπριακό Σύνταγμα όπως είχε διαμορφωθεί να μην ήταν ικανό να αντιμετωπίσει τη συνταγματική αυτή παράλυση και το ενδεχόμενο κατάρρευσης του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης να γίνεται όλο και πιο πιθανόν[1]. Ως εκ τούτου, η εισαγωγή της αρχής του δικαίου της ανάγκης στο κυπριακό νομικό σύστημα κρίθηκε ως επιβεβλημένη προκειμένου το τελευταίο να αποκτήσει τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας του παρά τις αντιξοότητες και τα συνταγματικά αδιέξοδα τα οποία προέκυψαν μετά το 1963[2].
Για την υποδοχή και αποδοχή της ζωτικής για το κυπριακό σύστημα νομικής αρχής του Δικαίου της Ανάγκης, τα λατινικά αξιώματα «salus populi suprema lex esto»[3] και «necessitas non habet legem»[4] διαδραμάτισαν καθοριστικό παράγοντα. Δεν πρέπει να παροράται το γεγονός πως το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί σημαντική συνέπεια του αυστηρού και άτεγκτου χαρακτήρα του κυπριακού Συντάγματος ενώ αδιαμφισβήτητο είναι το γεγονός πως το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του κυπριακού Συντάγματος αφού δίδει τη δυνατότητα παρέκκλισης από ουσιώδεις συνταγματικές διατάξεις οι οποίες εμπεριέχουν το δικοινοτικό στοιχείο προκειμένου να καταστεί εφικτή η συνέχιση της ύπαρξης και λειτουργίας του κυπριακού κράτους[5]. Ο όρος «ανάγκη» υποδηλοί ότι το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί ύστατο μέτρο, η επίκληση του οποίου δικαιολογείται όταν και εφόσον απειλείται η λειτουργία των συνταγματικών θεσμών[6]. Όπως αναφέρθηκε από το Πική Δ. στην υπόθεση President of the Republic v. The house of Representatives[7] το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί εφεδρεία του Δικαίου για τη κατοχύρωση της συνταγματικής τάξης και δεν αποτελεί μέσο παράκαμψης των προνοιών του Συντάγματος αλλά ούτε και διέξοδο από τις περιοριστικές του διατάξεις.
II. Η Καθοριστική Απόφαση Ibrahim Στο Τομέα του Συνταγματικού Δικαίου.
Άξιον αναφοράς συνιστά το γεγονός πως η εισαγωγή του δικαίου της ανάγκης στο κυπριακό νομικό σύστημα έλαβε χώρα με την θεμελιώδη απόφαση Ibrahim[1], ενώ παράλληλα πρέπει να υπομνησθεί η επίδραση που έχει το δίκαιο της ανάγκης στη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως αυτά διασφαλίζονται από το δεύτερο μέρος του κυπριακού Συντάγματος[2]. Συγκεκριμένα, η υπόθεση Ibrahim έχει μια σταθερά ισχυρή παρουσία και δικαίως χαρακτηρίζεται ως θεμελιακή απόφαση για το κυπριακό νομικό σύστημα αφού οι αρχές οι οποίες υιοθετήθηκαν σε αυτή αποτέλεσαν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίχθηκε η νομολογία του κυπριακού Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με το δίκαιο της ανάγκης[3]. Κατά την 10η Νοεμβρίου του 1964, τρεις διακεκριμένοι δικαστές, οι κ.κ. Γεώργιος Σ. Βασιλειάδης, Μιχαλάκης Α. Τριανταφυλλίδης και Ιούλιος Ιωσηφίδης, σε συνεργασία με τον τότε Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, κ.Κρίτωνα Γ. Τορναρίτη, εξέδωσαν την ιστορική απόφαση που εφάρμοσε για πρώτη φορά το Δίκαιο της Ανάγκης στη χώρα. Η απόφαση αυτή, από τότε, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του Συντάγματος και πυλώνα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί πως η απόφαση Ibrahim έτυχε σημαντικής διεθνούς αναγνώρισης αφού έχει μνημονευθεί και τύχει επίκλησης σε σωρεία υποθέσεων ξένων υποθέσεων[4] κατά τις οποίες κρίθηκε αναγκαία η εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης[5]. Βάσει των προαναφερόμενων, κρίνεται ως απαραίτητος ο μερικός σχολιασμός της. Επίκεντρο στην υπόθεση Ibrahim αποτελούσε η συνταγματικότητα του νόμου του 1964 (Ν.33/64)[6] βάσει του οποίου τα δύο συνταγματικώς προβλεπόμενα δικαστήρια, λόγω των γεγονότων τα οποία κατέστησαν αδύνατη τη λειτουργία τους ενοποιήθηκαν και δημιουργήθηκε το νέο Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο εκχωρήθηκαν όλες οι αρμοδιότητες από τα ανωτέρω προβλεπόμενα από το Σύνταγμα δικαστήρια[7]. Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας του Ν.33/64 εγέρθηκε στα πλαίσια άσκησης εφέσεως από το Γενικό Εισαγγελέα κατά αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου βάσει της οποίας θα αφήνονταν ελεύθεροι με εγγύηση Τουρκοκύπριοι οι οποίοι συνελήφθησαν με κατοχή όπλων και εκρηκτικών. Ο συνήγορος υπεράσπισης υποστήριξε πως ο Ν.33/64 ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με ποικίλες συνταγματικές διατάξεις, ενώ σε δεύτερο στάδιο έθιξε ζητήματα τα οποία αφορούν τον ίδιο το Ν.33/64[8]. Η επιχειρηματολογία της πλευράς Ibrahim στηριζόταν στην ορθόδοξη προσέγγιση, ακολουθώντας τη κλασσική κανονιστική θέση του Συντάγματος ως τη κορυφαία πηγή δικαίου βάσει του άρθρου 179 του Συντάγματος[9].
Ιδιαίτερης αναφοράς πρέπει να τύχει η προσέγγιση των τριών δικαστών του Δικαστηρίου οι οποίοι αποφάνθηκαν επί της συγκεκριμένης, ζωτικής σημασίας απόφασης αναφέροντας πως το νέο Ανώτατο Δικαστήριο δεν πρέπει να θεωρείται ως αντισυνταγματικό δημιούργημα επισημαίνοντας παράλληλα πως το Σύνταγμα θα πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται σε συνάρτηση με το δίκαιο της ανάγκης[10]. Ειδικότερα, ο Δικαστής Βασιλειάδης διέκρινε μεταξύ της γενικής κατάστασης η οποία επικρατούσε στη Κύπρο μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων τόσο από τη κυβέρνηση όσο και από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και της ειδικής κατάστασης η οποία αφορούσε τις δυσχέρειες στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, αναφέροντας πως το κράτος αμυνόμενο προσπαθεί να ανταποκριθεί και να αντιδράσει στη παράλυση της δικαιοσύνης και λαμβάνει νομοθετικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπίσει του συγκεκριμένο κενό.
Άξια αναφοράς είναι και η προσέγγιση του Δικαστού Ιωσηφίδη, ο οποίος, αφού τόνισε την ειδική κατάσταση η οποία επιχειρείται να αντιμετωπιστεί, προέβηκε σε ανάλυση των κριτηρίων τα οποία πρέπει να ικανοποιούνται προκειμένου να τύχει επίκλησης και εφαρμογής το δίκαιο της ανάγκης όπως αυτό θεμελιώθηκε στην υπόθεση Ibrahim[11]. Επιπροσθέτως, ο δικαστής Τριανταφυλλίδης εστίασε στο γεγονός πως το κυπριακό Σύνταγμα δεν συνιστά γνήσια έκφραση της συντακτικής αρμοδιότητας με άμεση απόρροια να τίθενται κάποια όρια στην υπεροχή του Συντάγματος. Συνεπώς, ανέφερε πως σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο κανόνας του άρθρου 179 δίδει χώρο στην έννοια του δικαίου της ανάγκης καταλήγοντας πως πρόκειται για μια άρρητη αρχή της συνταγματικής επιστήμης και του κυπριακού Συντάγματος. Ως εκ τούτου, όπως προέκυψε από την απόφαση Ibrahim, το δίκαιο της ανάγκης δεν συνιστά υπερσυνταγματική αρχή, αλλά αντιθέτως αποτελεί μέρος της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας η οποία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το κυπριακό Σύνταγμα συμβάλλοντας στην ίδια τη διατήρηση του κυπριακού κράτους[12].
III. Εφαρμογή του Δικαίου της Ανάγκης στο Κυπριακό Δημόσιο Δίκαιο.
Η νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου ως προς το δίκαιο της ανάγκης οδηγεί εύλογα στο συμπέρασμα πως στο κυπριακό δημόσιο δίκαιο η αρχή αυτή είναι ζωτικής σημασίας και έχει διαμορφώσει ουσιωδώς τη συνταγματική εικόνα του κυπριακού κράτους αφού μπορεί να τύχει επίκλησης και εφαρμογής σε ποικίλες περιπτώσεις, οι οποίες αφορούν τη λειτουργία των οργάνων του κράτους καθώς τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα διαδικασίες[1]. Ειδικότερα, το γεγονός πως το δίκαιο της ανάγκης μπορεί να τύχει επίκλησης προκειμένου να διασωθεί νομοθέτημα το περιεχόμενο ή η ψήφιση του οποίου δεν έγινε με το καθορισμένο από το Σύνταγμα τρόπο, ενισχύει τη πιο πάνω προσέγγιση. Όπως προκύπτει από την απόφαση Ιωαννίδης[2], νόμος ο οποίος έχει ψηφιστεί από τη Βουλή κατά παράβαση συνταγματικής διάταξης μπορεί να διασωθεί με επίκληση του δικαίου της ανάγκης εφόσον πληρούνται τα κριτήρια όπως αυτά διατυπώθηκαν στην υπόθεση Ibrahim. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην ανωτέρω αναφερόμενη υπόθεση Ιωαννίδης δεν επικεντρώθηκε στο περιεχόμενο του νόμου αλλά στο τρόπο θέσπισης του και ανέφερε ότι το δίκαιο της ανάγκης συνιστά την αιτιολογική βάση για τη διάσωση του νόμου. Συνεπώς, το δίκαιο της ανάγκης, ως μέρος της συνταγματικής τάξεως μπορεί να τύχει επίκλησης προκειμένου να διασωθεί νόμος του οποίου η διαδικασία θέσπισης του έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της υπόθεσης Ibrahim.
Συναφής είναι και η υπόθεση Μεσαρίτου[3] όπου το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας του Ν.61/70[4] αναφορικά με τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως, παρά το γεγονός ότι ο επίδικος νόμος ψηφίστηκε κατά παράβαση του Συντάγματος, αυτός θεωρείται ως συνταγματικός στη βάση του δικαίου της ανάγκης, αφού υπήρχε πραγματική ανάγκη λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων, επισημαίνοντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχαν σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των εν λόγω οργανισμών. Ειδικότερα, το δικαστήριο στην υπόθεση Μεσαρίτου ανέφερε το εξής σημαντικό: «Ο Ν.61/70 μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της αρχής του δικαίου της ανάγκης όπως αυτή υπάρχει σιωπηρά στο άρθρο 179 του Συντάγματος»[5]. Επιπροσθέτως, η υπόθεση Μάμας Κουμή[6] συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση καθώς σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, το δίκαιο της ανάγκης μπορεί να τύχει επίκλησης και να αποτελέσει το νομικό έρεισμα προκειμένου να διασωθεί νομοθετική διάταξη το περιεχόμενο της οποίας βρίσκεται σε αντίθεση με συνταγματικές πρόνοιες. Ειδικότερα, αντικείμενο της εν λόγω υπόθεσης ήταν η χρήση της αγγλικής γλώσσας στα δικαστήρια κατά παράβαση των άρθρων 3 και 189 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως το δίκαιο της ανάγκης διασώζει το συγκεκριμένο νομοθέτημα το οποίο βρίσκεται σε αντίθεση με τις συνταγματικές πρόνοιες χωρίς εντούτοις να γίνεται αναφορά στα κριτήρια της υπόθεσης Ibrahim. Αναφοράς πρέπει να τύχει και η υπόθεση In Re Georghiou[7] όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε πως ο διορισμός βοηθού γενικού Εισαγγελέα από την ελληνική και όχι από την τουρκική κοινότητα όπως προβλέπει το άρθρο 111.2 του Συντάγματος μπορεί να δικαιολογηθεί στη βάση του δικαίου της ανάγκης.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο αποδεικνύει πως το δίκαιο της ανάγκης αποτελεί μέρος της εθνικής συνταγματικής μας ταυτότητας συνιστά το γεγονός πως το τελευταίο αποτέλεσε τη νομική βάση προκειμένου να ιδρυθεί το Υπουργείο Παιδείας κατά παράβαση των συνταγματικών διατάξεων και συγκεκριμένα του άρθρου 46 του Συντάγματος το οποίο προνοεί πως τα προβλεπόμενα υπουργεία είναι δέκα στο σύνολο τους[8]. Η συνταγματικότητα του Ν. 12/65 ο οποίος προνοεί τη σύσταση του Υπουργείου Παιδείας αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης σε ορισμένες καθοριστικής σημασίας υποθέσεις οι οποίες έφτασαν ενώπιον του ανώτατου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε στις υποθέσεις Georghiades[9], Συμεωνίδη[10] και Cypiom[11], το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη θέσπιση του Ν. 12/65 αφού με την αυτοδιάλυση και αποποίηση των αρμοδιοτήτων της ελληνικής κοινοτικής συνελεύσεως δημιουργήθηκε κενό εξουσίας για τη κάλυψη του οποίου η Βουλή αποφάσισε να λάβει νομοθετικά μέτρα προκειμένου να υπάρξει ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος. Ως εκ τούτου, μέχρι και σήμερα το δίκαιο της ανάγκης βρίσκει εφαρμογής αφού βάσει του τελευταίου παρέχεται η δυνατότητα ύπαρξης του Υπουργείου Παιδείας. Επιπροσθέτως, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Erel Ali[12] η πολιτεία στηρίζει τη νόμιμη ύπαρξη και συνέχιση λειτουργίας της στο δίκαιο της ανάγκης με αποτέλεσμα το τελευταίο να θεωρείται ως ο πυλώνας που στηρίζει το νόμιμο οικοδόμημα της Δημοκρατίας. Τελευταία αλλά όχι ασήμαντη είναι η υπόθεση Κουλουντή[13] στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά το εξής: «Η σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας καθιστά εμφανή με τον πιο πειστικό τρόπο πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν ορισμένες συνταγματικές πρόνοιες και σε ποιο βαθμό το Σύνταγμα απαιτεί τη βοήθεια του δικαίου της ανάγκης για να μπορέσει το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί».
IV. Το Δίκαιο Της Ανάγκης Και Η Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Καθοριστικής σημασίας και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα στο πλαίσιο του κυπριακού δημοσίου δικαίου είναι η επίδραση του δικαίου της ανάγκης στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα όπως αυτά διασφαλίζονται στο δεύτερο μέρος του κυπριακού Συντάγματος[1]. Το κυπριακό Σύνταγμα, με μία σειρά διατάξεων, προσπάθησε να δημιουργήσει μια ασφαλιστική δικλείδα και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ενώ πρέπει να υπομνησθεί πως, βάσει του άρθρου 33 του Συντάγματος[2], ενδεχόμενος περιορισμός τους μπορεί να λάβει χώρα μόνο για λόγους οι οποίοι ρητώς αναφέρονται στις σχετικές συνταγματικές διατάξεις. Ως εκ τούτου, εύλογα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως το δίκαιο της ανάγκης δεν μπορεί να τύχει επίκλησης προκειμένου να υπάρξει περιορισμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Παράλληλα, άξιον αναφοράς συνιστά το γεγονός πως στην υπόθεση Ibrahim, το Δικαστήριο επισήμανε πως η ανάγκη ύπαρξης και απρόσκοπτης λειτουργίας των δικαστηρίων βάσει του δικαίου της ανάγκης έχει ως κύριο στόχο τη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια του κράτους δικαίου. Επομένως τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν την αιτιολογική βάση πάνω στην οποία το Δικαστήριο στηρίζεται προκειμένου να εξηγήσει τη χρήση και εισαγωγή του δικαίου της ανάγκης[3].
Παρά τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, άξιον μνείας συνιστά το γεγονός πως σε ορισμένες υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξετάστηκε η δυνατότητα περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων έχοντας ως αιτιολογική βάση το δίκαιο της ανάγκης, με την υπόθεση Chimonides[4] να αποτελεί τη πρώτη χαρακτηριστική περίπτωση[5]. Η υπόθεση Chimonides είχε ως αντικείμενο τη συνταγματικότητα του Ν.19/65[6] αφού όπως υποστήριξε ο εφεσείων ο επίδικος νόμος ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 23 του Συντάγματος το οποίο προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία καθώς και με το άρθρο 26 το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι. Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε ομόφωνα πως ο Ν.16/65 δεν είναι αντισυνταγματικός με τα μέλη του Δικαστηρίου να ακολουθούν εντούτοις διαφορετική οδό και προσέγγιση με κεντρικό σημείο διαφωνίας την ερμηνεία του άρθρου 26 του Συντάγματος[7]. Η μια ισχυρή τάση υποστήριξε πως το άρθρο 26 δεν παραβιάζεται αφού έκρινε ότι ο περιορισμός του δικαιώματος αναφορικά με το συμβάλλεσθαι ελευθέρως μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει της επείγουσας δημόσιας κατάστασης που επικρατούσε και η οποία ήταν τέτοιας φύσεως ώστε να ενεργοποιείται η υπονοούμενη εξουσία αστυνόμευσης – reserved police power που το κράτος έχει δυνάμει του Συντάγματος[8].
Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην υπόθεση Chimonides εισάγεται η έννοια της εξουσίας αστυνόμευσης του κράτους όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στα πλαίσια του αμερικανικού συνταγματικού δικαίου. Ειδικότερα, αναφέρθηκε πως υπάρχει ένας άρρητος, υπονοούμενος κανόνας ο οποίος εξουσιοδοτεί το κράτος να προβαίνει σε αστυνόμευση σε συγκεκριμένες έκτακτες περιστάσεις προκειμένου να υπάρξει προστασία των ζωτικών συμφερόντων του κοινού[9]. Συνεπώς τα γεγονότα του 1963 είχαν ως απόρροια τη δημιουργία μιας επείγουσας δημόσιας οικονομικής ανάγκης και επομένως ο περιορισμός του δικαιώματος μπορούσε να δικαιολογηθεί βάσει του δικαίου της ανάγκης αφού σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή το κράτος δεν παρέμβει ρυθμιστικά, το δικαίωμα θα καταργηθεί εκ των γεγονότων. Η αντίθετη άποψη, υποστήριξε πως τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να περιοριστούν βάσει των συνταγματικά προβλεπόμενων λόγων η ερμηνεία των οποίων πρέπει να γίνει με στενό τρόπο και σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος. Αναφορικά με την έννοια της εξουσίας αστυνόμευσης, επισημάνθηκε πως η αμερικανική νομολογία δεν μπορεί να είναι χρήσιμη και να εφαρμοστεί στο πλαίσιο του κυπριακού συνταγματικού δικαίου. Ειδικότερα, ο δικαστής Τριανταφυλλίδης ανέφερε πως στο κυπριακό Σύνταγμα προβλέπεται με εξαντλητικό τρόπο η δυνατότητα περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθερίων καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως υπονοούμενη εξουσία αστυνόμευσης του κράτους αναφορικά με τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα δεν είναι εφικτή.
Η απόφαση Apostolides[10] αποτελεί μια ακόμη καθοριστικής σημασίας υπόθεση αναφορικά με το ζήτημα περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη βάση του δικαίου της ανάγκης. Αντικείμενο της εν λόγω απόφασης ήταν η συνταγματικότητα του Ν.1/75[11] αναφορικά με τη προσωρινή αναστολή αποζημιώσεων στα πλαίσια πλεονασμού και κατά πόσο ορισμένες νομοθετικές διατάξεις βρίσκονταν σε αντίθεση με το άρθρο 26 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στηριζόμενο στη προγενέστερη υπόθεση Chimonides, έκρινε πως ακόμη και αν ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός, αυτός θα μπορούσε να δικαιολογηθεί με επίκληση της εφεδρικής εξουσίας αστυνόμευσης που το κράτος έχει σε καταστάσεις ανάγκης, αφού η εν λόγω εξουσία είναι εκ των ων ουκ άνευ προκειμένου να διασφαλιστούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Στην υπόθεση Apostolides το κρίσιμο στοιχείο συνίσταται στο ότι εξισώνεται κατά ρητό τρόπο η εφεδρική εξουσία αστυνόμευσης με το δίκαιο της ανάγκης, με το δικαστήριο να αναφέρει χαρακτηριστικά το εξής: «Το δίκαιο της ανάγκης δεν συνιστά τίποτε άλλο παρά μια πτυχή της εφεδρικής εξουσίας του κράτους να νομοθετεί προς όφελος της ακεραιότητας του κράτους και της κοινωνικής συνοχής».
Οι συνεκδικασθείσες αποφάσεις Aloupas[12] και Ambrosia Oils[13] συνιστούν μια ακόμη περίπτωση όπου εξετάστηκε η δυνατότητα περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης. Αντικείμενο των συνεκδικασθείσων αυτών αποφάσεων αποτέλεσε ο Ν. 24/79[14] βάσει του οποίου, κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης αναστέλλονταν οι συμβατικές υποχρεώσεις οποιουδήποτε εκτοπισθέντα ή πληγέντα οφειλέτη, γεγονός το οποίο όπως υποστήριξαν τα διάδικα μέρη βρισκόταν σε αντίθεση με το άρθρο 26 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως ο νόμος είναι συνταγματικός με το δικαστή Τριανταφυλλίδη να αναφέρει πως όταν το κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο με καταστάσεις ανάγκης οι οποίες υπερβαίνουν την εφεδρεία που προσφέρει το άρθρο 183 του Συντάγματος, τότε υπάρχει η δυνατότητα ενεργοποίησης του δικαίου της ανάγκης και το κράτος μπορεί να προβεί στη λήψη μέτρων τα οποία επιβάλλουν περιορισμούς στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες ακόμη και κατά παράβαση του άρθρου 33 του Συντάγματος σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης. Επιπροσθέτως, αναφορικά με την εφεδρεία παρέμβασης που το κράτος έχει στα πλαίσια αστυνόμευσης, το Δικαστήριο ανέφερε χαρακτηριστικά πως μεταξύ του δικαίου της ανάγκης και της εφεδρείας παρέμβασης δεν υφίσταται οποιαδήποτε ουσιώδης διαφορά αφού τα δύο συνιστούν όψεις του ίδιου νομίσματος, εξισώνοντας με το τρόπο αυτό τις δύο ζωτικής σημασίας αρχές[15]. Επιβεβαίωση της απόφασης Aloupas υπήρξε στην μεταγενέστερη υπόθεση Σολομωνίδης[16], όπου το Δικαστήριο αφού ανέφερε επικαλούμενο την υπόθεση Ibrahim πως το δίκαιο της ανάγκης έχει σκοπό τη διασφάλιση της ύπαρξης και της λειτουργίας του κράτους, επισήμανε χαρακτηριστικά το εξής σημαντικό:
«Όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει μια συμφορά που έχει ξεπεράσει τη θεραπευτική εμβέλεια Κήρυξης Κατάστασης Εκτάκτου Ανάγκης, κάτω από το Άρθρο 183 του Συντάγματος, η Πολιτεία μπορεί να προσφύγει σε μέτρα που συνεπάγονται τον ή στέρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών… και μπορεί να το πράξει τούτο βάσει του «δικαίου της ανάγκης» και, σε τέτοια περίπτωση, είτε κάποιος ομιλεί για το «δίκαιο της ανάγκης», ή «τα κατάλοιπα εξουσίας» δεν υπάρχει καμιά ουσιώδης διαφορά, γιατί και οι δύο αυτές έννοιες είναι δύο πλευρές ενός και του ιδίου δικαιϊκού νομίσματος».
Μια ακόμη χαρακτηριστική περίπτωση συνιστά η υπόθεση Aristides[17] όπου εξετάστηκε η συμβατότητα του Ν.21/62[18] με το άρθρο 26 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως ακόμη και στη περίπτωση που ο νόμος ήταν αντισυνταγματικός, αυτός θα μπορούσε, δεδομένης της τραγικής κατάστασης μετά τη τουρκική εισβολή να διασωθεί με επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Aristides ανέφερε πως το δίκαιο της ανάγκης συμπίπτει με την αρχή περί επιτρεπόμενης αφόπλισης από τη νομιμότητα για σκοπούς οι οποίοι αφορούν το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον[19]. Η υπόθεση Aristides έτυχε επίκλησης στη μεταγενέστερη υπόθεση Kritiotis[20] όπου το Δικαστήριο ανέφερε πως η έννοια του δικαίου της ανάγκης και της εξουσίας αστυνόμευσης που έχει το κράτος συμπίπτουν.
V. Συμπεράσματα.
Σύμφωνα με όλα όσα αναλύθηκαν πιο πάνω, συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα πως το δίκαιο της ανάγκης εύλογα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μέρος της κυπριακής συνταγματικής ταυτότητας με τη πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου να συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση του συμπεράσματος αυτού. Το Δικαστήριο, μετά την καταλυτικής σημασίας απόφαση Ibrahim υπήρξε πρόθυμο να δικαιολογήσει οποιεσδήποτε παρεκκλίσεις του Συντάγματος οι οποίες απορρέουν από τη πρακτική αδυναμία λειτουργίας της δικοινοτικής δομής στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης[1].
References.
List of Cases.
- President of the Republic v. The house of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2224
- The Attorney General of the Republic v. Mustafa Ibrahim and others (1964) C.L.R 195.
- Re Manitoba Language Rights (1985) SCR 721.
- Begum Nusrat Bhutto v. The Chief of the Army Staff and the Federation of Pakistan PLD 1977 SC 710.
- Adams v. Adams (1970) 3 ALL E.R 572.
- Mitschell and Others v. Director of Public Prosecutions and Another 45 (1986) LRC 86.
- Mokotso and Others v. King Moshoeshoe II and Others, 5 August 1988, (1992) 90 ILR 427.
- Madzimbamuto v. Lardner – Burke (1968) 3 ALL E.R 561,581.
- Polycarpos Ioannides v. The Police (1973) 2C.L.R. 125.
- Rita Mesaritoy v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1972) 3 CLR 100.
- Mamas Koumi v. Mikkos Kortari (1983) 1 CLR 856.
- In Re Georghiou (1983) 2 CLR 1.
- President of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2801.
- Erel Ali and Others v. Republic of Cyprus and Others (2007) 3 CLR 186.
- Yiannakis Koulountis and Another v. House of Representatives and Another (1997) 1 CLR 1026.
- Cleanthis Georghiades v. The Republic (1966) 3 CLR 252.
- Symeonides and Others v. Republic and Others (1991) 4 CLR 863.
- Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125.
- Georghios Apostolides and Others v. The Republic (1982) 3 CLR 928.
- Ambrosia Oils and Margarine Industry Limited v. Bank of Cyprus Limited (1983) 1 CLR 55.
- Andreas Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A (1983) 1 CLR 55.
- Loukis Kritiotis v. The Municipality of Paphos (1986) 3 CLR 322.
- Omiros Aristides and Others v. The Republic (1983) 3 CLR 1507.
Books.
- Andreas Nikola Loizou, “Constitution of the Republic of Cyprus”, Nicosia (2001).
- Aimilianides, A. “The Overcoming of the Cypriot Constitution”, Sakkoulas Publications (Athens-Thessaloniki), (2006).
- Polyviou P, “Cyprus on The Edge. A Study in Constitutional Survival”, Nicosia (2013).
- Polyviou P, “The case of Ibrahim, The Doctrine of Necessity and the Republic of Cyprus”, Chryssafinis and Polyviou (2013).
- Kombos C, “Social Rights in the Republic of Cyprus”, Eleven International Publishing In, Krzysztof W. “Social Rights As Fundamental Rights – XIXth International Congress of Comparative Law”, (2016).
Articles.
- Leslie Wolf-Phillips “A Study of the Doctrine of Necessity” Third World Quarterly, Vol. 1, No. 4 (Oct., 1979).
- De Smith, “ S.A. The New Commonwealth and its Constitutions” London: Steves and Sons (1964).
- Hogg, Peter W. “Necessity in a Consitutional Crisis.” Monash University Law Review 15.3/4 (1989).