Author: Anna Pavlou

POSTS BY : Anna Pavlou
03
Feb2023

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ – ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Τα τελευταία χρόνια καταβάλλονταν προσπάθειες για προώθηση αλλαγών και τροποποίηση σχετικών νόμων που εμπίπτουν στη σφαίρα του οικογενειακού δικαίου αλλά και των σχετικών προνοιών του Συντάγματος ώστε να εκσυγχρονιστεί το νομικό πλαίσιο που διέπει τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων, φτάνοντας πολύ πρόσφατα στην υπερψήφιση των τεσσάρων νομοσχεδίων που προωθήθηκαν στην Ολομέλεια της Βουλής.

Οι κυριότερες μεταβολές που επήλθαν στο Οικογενειακό Δίκαιο είναι οι εξής:

  • Τα Οικογενειακά Δικαστήρια θα συνεδριάζουν σε μονομελή σύνθεση αντί τριμελή στα διαζύγια, ως η σχετική τροποποίηση του Συντάγματος. Επίσης διευρύνθηκε το πεδίο των αρμοδιοτήτων των Οικογενειακών Δικαστηρίων, ώστε αυτά να εκδικάζουν οποιαδήποτε οικογενειακή διαφορά, ανεξαρτήτως εάν οι διάδικοι ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία ή σε θρησκευτική ομάδα.
  • Ο ίδιος δικαστής θα  επιλαμβάνεται όλων των υποθέσεων οι οποίες εγείρονται σε οποιοδήποτε χρόνο μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον του ίδιου Οικογενειακού Δικαστηρίου.
  • Ιδιαιτέρα σημαντικές είναι και οι αλλαγές που έχουν επιφέρει οι τροποποιήσεις όσον αφορά στους λόγους διαζυγίου. Εδικότερα, εισάγεται πλέον το συναινετικό διαζύγιο, ανταποκρινόμενοι πλεόν στις σύγχρονες απαιτήσεις, νοουμένου ότι  ο γάμος έχει διαρκέσει έξι μήνες και οι σύζυγοι δηλώνουν ενώπιον του δικαστηρίου ότι συναινούν στη λύση του γάμου. Προνοείται δε, ότι σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ανήλικα τέκνα, το Δικαστήριο εκδίδει απόφαση για λύση του γάμου, εφόσον οι σύζυγοι έχουν καταχωρίσει στο Δικαστήριο αντίγραφο της δικαστικής απόφασης η οποία ρυθμίζει ζητήματα επιμέλειας τέκνων ή επικοινωνίας με αυτά, ή αίτηση με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο η έκδοση εκ συμφώνου απόφασης για τα εν λόγω ζητήματα.
  • Σημαντική επίσης αλλαγή είναι και το γεγονός ότι ο χρόνος διάστασης που απαιτείται για να δημιουργηθεί το αμάχητο τεκμήριο κλονισμού του γάμου μειώνεται από τέσσερα χρόνια σε δύο.
  • Με την τροποποίηση του Περί Απόπειρας Συνδιαλλαγής και Πνευματικής Λύσης του Γάμου Νόμου, δεν απαιτείται να δοθεί γνωστοποίηση στον Επίσκοπο πριν από την καταχώριση της αγωγής για λύση του γάμου, σε περίπτωση που  ο επικαλούμενος λόγος λύσης του γάμου είναι ο ισχυρός κλονισμός των σχέσεων μεταξύ των συζύγων λόγω άσκησης βίας στην οικογένεια, εφόσον έχει υποβληθεί επίσημη καταγγελία στην Αστυνομία Κύπρου ή στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας και έχει εκδοθεί από αυτές σχετική βεβαίωση.
  • Πλέον μειώνεται η προθεσμία που πρέπει να παρέλθει από την γνωστοποίηση πρόθεσης για καταχώρηση αίτησης λύσης του γάμου μέχρι την καταχώρηση της αίτησης από τρεις μήνες όπως ήταν σήμερα σε έξι εβδομάδες.

  • Προβλέπεται ακόμη η δυνατότητα ηλεκτρονικής αποστολής της γνωστοποίησης στον Επίσκοπο, αλλά και η τροποποίηση της κοινοποίησης του αποτελέσματος της συνδιαλλαγής, ώστε σε περίπτωση αποτυχίας της συνδιαλλαγής ο Επίσκοπος να δίνει στους συζύγους βεβαίωση η οποία να δεικνύει την πνευματική λύση του γάμου.
  • Επεκτείνεται η δικαιοδοσία σε διαφορά που αφορά περιουσία συζύγων και κανένας από τους διάδικους διαμένει στη Δημοκρατία ενώ αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση του συνόλου της διαφοράς  καθίσταται το Δικαστήριο της επαρχίας εντός της οποίας βρίσκεται η επίδκικη ακίνητη ιδιοκτησία.
  • Προβλέπεται πλέον, η διεξαγωγή της δίκης -εξ’ ολοκλήρου ή μερικώς- κεκλεισμένων των θυρών, μετά από αίτημα των διαδίκων ή αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε περίπτωση που παιδί εμφανίζεται ως μάρτυρας για σκοπούς διασφάλισης της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων και του παιδιού και της προστασίας του συμφέροντος του παιδιού.
  • Το Οικογενειακό Δικαστήριο δύναται για λόγους επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών να παρατείνει την παραχώρηση της αποκλειστικής χρήσης μέρους ή ολόκληρης της οικογενειακής στέγης ακόμη και μετά από τη λύση του γάμου, για χρονική περίοδο η οποία δεν υπερβαίνει τα 2 έτη από τη λύση του.
  • Απαγορεύεται πλέον η σύναψη γάμου οποιουδήποτε προσώπου με άτομο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του, σε αντίθεση με την προηγούμενη πρόνοια του Άρθρου 15 του Περί Γάμου Νόμου το οποίο έχει καταργηθεί και το οποίο  έθετε προϋποθέσεις για τη σύναψη γάμου μεταξύ ανήλικων προσώπων ή ανήλικου προσώπου με ενήλικα, εναρμονίζοντας έτσι την κυπριακή νομοθεσία στο θέμα αυτό με τα ευρωπαϊκά και διεθνή πρότυπα.  
  • Έχει εισαχθεί πρόνοια ότι για ακυρώσιμους γάμους η συναίνεση ή η αναγνώριση του γάμου γίνεται ενώπιον Δικαστηρίου, ενώ διαφοροποιείται ο χρόνος επέλευσης των αποτελεσμάτων ακύρωσης ή κήρυξης ακυρότητας ακυρώσιμου και άκυρου γάμου.

Αναμφίβολα η αναθεώρηση του Οικογενειακού Δικαίου ήταν επιβεβλημένη αν αναλογιστεί κανείς ότι οι υφιστάμενες πρόνοιες των σχετικών νόμων ή η ανυπαρξία σχετικών προνοιών για τα πιο πάνω θέματα δεν ανταποκρίνονταν στις σύγχρονες κοινωνικές απαιτήσεις. Υπάρχουν βεβαίως πολλά ακόμη περιθώρια μέχρι τον πλήρη εκσυγχρονισμό του Οικογενειακού Δικαίου ευελπιστώντας ότι οι λοιπές μεταρρυθμίσεις θα γίνουν με ταχύτερους ρυθμούς.

21
Jun2022

Ο ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΣ ΩΣ ΛΟΓΟΣ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ (ΜΕΡΟΣ Β)

Το βασικό νομοθέτημα που διέπει τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο είναι ο Περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμος του 1967 (24/1967). Ο συγκεκριμένος νόμος καθορίζει, μεταξύ άλλων, τις περιπτώσεις στις οποίες η απόλυση εργοδοτουμένου θεωρείται νόμιμη και κατ’ επέκταση μη παρέχουσα δικαίωμα σε αποζημίωση.

Μια εξ αυτών των περιπτώσεων είναι όταν ο εργοδοτούμενος καθίσταται πλεονάζων. Στο  άρθρο 18 του Νόμου 24/1967 καθορίζονται εξαντλητικά οι περιπτώσεις πλεονασμού. Συγκεκριμένα, εργοδοτούμενος θεωρείται πλεονάζων όταν η απασχόλησή του τερματίσθηκε για κάποιο από τους  πιο κάτω λόγους:

(1) Ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία απασχολείται ο εργοδοτούμενος.

(2) Ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρηση στον τόπο που απασχολείται ο εργοδοτούμενος.

(3) Ένεκα οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους που σχετίζονται με τη λειτουργία της επιχείρησης:

(α) Εκσυγχρονισμός, μηχανοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαίων εργοδοτουμένων

 (β) Αλλαγές στα προϊόντα ή στις μεθόδους παραγωγής ή στις αναγκαίες ειδικότητες των εργοδοτουμένων

 (γ) Καταργήσεις τμημάτων

 (δ) Δυσκολίες στην τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά ή πιστωτικές δυσκολίες

 (ε) Έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών ή μέσων παραγωγής

 (ζ) Περιορισμός του όγκου της εργασίας ή της επιχείρησης

Εάν συντρέχει κάποιος ή κάποιοι από τους πιο πάνω λόγους, τότε ο εργοδοτούμενος ο οποίος απασχολήθηκε συνεχώς για 104 εβδομάδες και δεν έχει συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία, δικαιούται σε αποζημίωση από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

Ωστόσο, οι ακόλουθες αφορούν περιπτώσεις που ενώ συντρέχουν λόγοι πλεονασμού,  ο εργοδοτούμενος δεν δικαιούται σε πληρωμή από το ταμείο:

Α. εάν πριν από τον τερματισμό της απασχόλησης ο εργοδότης προσφέρει άλλη κατάλληλη απασχόληση και ο εργοδοτούμενος αδικαιολόγητα αρνείται την προσφορά,

Β. εάν η απόλυση έγινε επειδή μεταβιβάστηκε η επιχείρηση του εργοδότη σε άλλο εργοδότη που ανανέωσε τη σύμβαση εργασίας του,

Γ. εάν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία που είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται,

 Δ. εάν πριν από τον τερματισμό της απασχόλησης, άλλος εργοδότης, ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο, προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.

Νοείται ότι για να μπορεί να αποταθεί για πληρωμή ο εργοδοτούμενος στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού θα πρέπει  η σύμβαση εργασίας να τερματίστηκε με μονομερή πράξη του εργοδότη (απόλυση) και όχι μετά από οικειοθελή αποχώρηση του εργοδοτούμενου ή κατόπιν συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργοδοτούμενου.

Ο εργοδοτούμενος θα πρέπει να υποβάλει στο Ταμείο σχετική αίτηση για πληρωμή εντός τριών μηνών από την απόλυση με το δικαίωμα υποβολής να παρατείνεται σε 24 μήνες αν ο αιτητής επικαλεστεί εύλογη αιτία. Εργοδοτούμενος δε ο οποίος δεν ικανοποιείται από την απάντηση του Ταμείου, μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών εντός 9 μηνών από την έκδοση της απόφασης του Ταμείου.

Λόγω απουσίας συγκεκριμένου εργαλείου ή φόρμουλας στην οποία θα μπορούσε να βασιστεί κανείς για να διαπιστώσει εάν πράγματι συντρέχει τέτοιος λόγος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίδεται στη νομολογία η οποία καθιέρωσε κάποιες αρχές για τους λόγους πλεονασμού.

 Ένας από τους πιο συχνά επικαλούμενους λόγους με δυσκολία πολλές φορές στην απόδειξή ύπαρξής του, είναι η μείωση του κύκλου εργασιών του εργοδότη. Αυτό που νομολογιακά προκύπτει είναι ότι ο εργοδότης έχει το βάρος να αποδείξει με την προσκόμιση πειστικών οικονομικών στοιχείων ότι ο συνήθης κύκλος εργασιών της επιχείρησης του μειώθηκε ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια πριν τον τερματισμό της απασχόλησης και ότι η απόλυση του εργοδοτούμενου προέκυψε ενόψει της μείωσης. Εάν υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο εργοδότης, παρά την μείωση, δεν παρουσίαζε συνθήκες πλεονασμού κατά τον ουσιώδη χρόνο τότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ο συγκεκριμένος λόγος (βλ. Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ v. Παρασκευής Γρηγορά κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1985).

Άλλοι συχνά επικαλούμενοι λόγοι πλεονασμού είναι η αναδιοργάνωση και η κατάργηση θέσης ή τμήματος. Ως έχει αναφερθεί στην S & G Colocassides Ltd v. Π. Λαζαρίδης κ.α. (1999) 1 Α.Α.Δ. 2181 η φραστική κατάργηση θέσης από μόνο της δεν μπορεί να αποτελέσει αιτία πλεονασμού. Για να δικαιολογηθεί πλεονασμός πρέπει τα καθήκοντα του υπαλλήλου μετά την αναδιοργάνωση να έχουν εκλείψει ή να έχουν μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογείται η απόλυση του. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο γεγονός ότι εάν σημαντικό μέρος των καθηκόντων του εργοδοτούμενου υπάρχει και μετά τον τερματισμό της απασχόλησης του και εκτελείται από άλλους εργοδοτούμενους δεν δικαιολογείται πλεονασμός.

Το γραφείο μας διαθέτει εκτενή εμπειρία σε θέματα εργατικού δικαίου. Μπορείτε να επικοινωνήσετε με το γραφείο μας για λήψη εξιδεικευμένης νομικής συμβουλής και προσαρμοσμένης στα δεδομένα της εκάστοτε περίπτωσης.

22
Oct2021

ΝΕΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΑΛΛΑΓΗ

Αναμφισβήτητα η απονομή της Δικαιοσύνης στην Κύπρο κινείται με αργούς ρυθμούς, δημιουργώντας έτσι προκλήσεις στις αρχές του Κράτους Δικαίου που διέπουν μια ευρωπαϊκή χώρα.

Αυτές τις προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν οι μεταρρυθμίσεις που προωθούνται από τις εθνικές αρχές με τη συνδρομή και των ευρωπαϊκών μηχανισμών, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και αναβάθμιση του συστήματος δικαιοσύνης στην Κύπρο.

Στις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η θεσμοθέτηση και εισαγωγή νέων Κανονισμών  Πολιτικής Δικονομίας, αφού σημαντικός παράγοντας για την καθυστέρηση στην επίλυση των διαφορών ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων είναι και οι πεπαλαιωμένοι Κανονισμοί  Πολιτικής Δικονομίας οι οποίοι χρονολογούνται από το 1958 χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις μέχρι σήμερα.

Το κυρίαρχο πνεύμα των νέων Κανονισμών περιστρέφεται γύρω από την εξυπηρέτηση του πρωταρχικού σκοπού που είναι κατά κύριο λόγο η εξέταση κάθε υπόθεσης δίκαια και με ανάλογο κόστος.

Η αντιμετώπιση μιας υπόθεσης δίκαια και με ανάλογο κόστος περιλαμβάνει,

α) τη διασφάλιση της ισότητας των μερών ·

β) την εξοικονόμηση δαπανών ·

γ) την αντιμετώπιση της υπόθεσης με αναλογικούς τρόπους, ήτοι ανάλογα με:

(i) το ύψος της απαίτησης ·

(ii) τη σημασία της υπόθεσης ·

(iii) την πολυπλοκότητα των θεμάτων · και

(iv) την οικονομική θέση κάθε μέρους

Βεβαίως δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί ο πρωταρχικός σκοπός των νέων Κανονισμών και θα παρέμενε μόνο στη σφαίρα της θεωρίας,   εάν αυτοί δεν εφοδίαζαν τα Δικαστήρια με τα κατάλληλα εργαλεία για να διαχειριστούν ενεργά και αποτελεσματικά την κάθε υπόθεση και την εν γένει διαδικασία. Γι’ αυτό καθίσταται εμφανές από το σώμα των Κανονισμών ότι το Δικαστήριο οπλίζεται πλέον με τα κατάλληλα εφόδια που θα του επιτρέπουν να ασκεί ενεργό διαχείριση των υποθέσεων (‘’case management’’), αποτελώντας το θεματοφύλακα του πρωταρχικού σκοπού.

Βάσει των νέων Κανονισμών, η ενεργός διαχείριση υποθέσεων από τα Δικαστήρια περιλαμβάνει:

(α) την ενθάρρυνση των διαδίκων να συνεργάζονται μεταξύ τους κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας∙

(β) τον προσδιορισμό των ζητημάτων σε πρώιμο στάδιο∙

(γ) τη λήψη απόφασης το συντομότερο ως προς το ποια ζητήματα χρήζουν ενδελεχούς ελέγχου και εκδίκασης και ακολούθως τη συνοπτική διεκπεραίωση των υπολοίπων∙ 

(δ) τη λήψη απόφασης ως προς τη σειρά επίλυσης των ζητημάτων

(ε) την ενθάρρυνση των διαδίκων στη χρήση διαδικασίας Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, αν το δικαστήριο το κρίνει πρέπον, και τη διευκόλυνση της χρήσης τέτοιας διαδικασίας∙

(στ) την υποβοήθηση των διαδίκων προς διευθέτηση ολόκληρης ή μέρους της υπόθεσης

(ζ) τον καθορισμό χρονοδιαγραμμάτων ή διαφορετικά τον έλεγχο της προόδου της υπόθεσης∙

(η) τη στάθμιση κατά πόσον τα πιθανά οφέλη πραγματοποίησης συγκεκριμένου βήματος δικαιολογούν το κόστος λήψης του∙

(θ) τον χειρισμό όσο το δυνατόν περισσότερων πτυχών της υπόθεσης κατά τον ίδιο χρόνο∙

(ι) τον χειρισμό της υπόθεσης χωρίς να χρειάζεται η παρουσία των διαδίκων στο δικαστήριο∙

(κ) την αξιοποίηση της τεχνολογίας∙

(λ) την έκδοση οδηγιών για διασφάλιση της ταχείας και αποτελεσματικής εκδίκασης της υπόθεσης.

Καθίσταται σαφές ότι αυτό που επιχειρείται είναι η αλλαγή κουλτούρας ως προς την προσέγγιση των υποθέσεων τόσο από τους δικηγόρους όσο και από τους Δικαστές, με πιο ενεργό και αποτελεσματικό ρόλο των Δικαστηρίων στην επίλυση των ενώπιον τους διαφορών, ξεφεύγοντας από τα αυστηρά πλαίσια και τους άκαμπτους κανόνες που οι υφιστάμενοι θεσμοί θέτουν μη αφήνοντας πολλές φορές περιθώρια ευελιξίας για τον αποτελεσματικότερο χειρισμό των υποθέσεων. Φαίνεται δηλαδή ότι θα διευρυνθούν οι εξουσίες των δικαστών όσον αφορά στο μέχρι πού μπορεί να φτάσει η επέμβαση του Δικαστηρίου προς επίλυση της διαφοράς, χωρίς να χρειαστεί κατ’ ανάγκη να φτάσει μια υπόθεση στο στάδιο της Ακρόασης προκειμένου για παράδειγμα να προσδιοριστούν τα επίδικα θέματα, ενώ προωθείται η συνεργασία και η επίλυση της διαφοράς μεταξύ των μερών, μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών σε πρώιμο στάδιο.

Επίσης ξεφεύγουμε πλέον από το χρονοβόρο στάδιο της προδικασίας το οποίο θα απλοποιηθεί και σίγουρα μια υπόθεση δεν θα ορίζεται τόσες φορές, αχρείαστα πολλές φορές, για Οδηγίες όπως σήμερα. Όταν δε, οριστεί μια υπόθεση για Ακρόαση, θα αναμένεται ότι αυτή θα ξεκινήσει την ημέρα που είναι ορισμένη, καθότι πλέον το Δικαστήριο θα διαθέτει «καθαρές» μέρες μόνο για μια συγκεκριμένη υπόθεση προς ακρόαση ή και περισσότερες ανάλογα με τη φύση των υποθέσεων. Τα αιτήματα δε για αναβολές γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θα γίνονται αποδεκτά μόνο για εξαιρετικούς λόγους και με μεγάλη φειδώ, ενώ η ορθολογιστική διαχείριση και κατανομή του δικαστικού χρόνου αναμένεται ότι θα επηρεάσει θετικά όχι μόνο την Δικαιοσύνη αλλά θα συμβάλει και στη μείωση των δημόσιων δαπανών.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί και το γεγονός ότι η δυνατότητα που παρέχεται πλέον βάσει των νέων Κανονισμών στα Δικαστήρια για ενθάρρυνση των διαδίκων στη χρήση διαδικασίας Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών και τη διευκόλυνση της χρήσης τέτοιας διαδικασίας, αναλόγως βεβαίως των δεδομένων της κάθε υπόθεσης, αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προόδου και ενδεχομένως να σηματοδοτήσει το έναυσμα για προώθηση των εναλλακτικών μέσων επίλυσης διαφορών όπως είναι η διαμεσολάβηση και η διαιτησία, θεσμοί που δυστυχώς στην Κύπρο δεν τυγχάνουν χρήσης στο βαθμό που θα έπρεπε παρά τα τεράστια οφέλη τους.

Οι αλλαγές στις οποίες στοχεύουν οι Νέοι Κανονισμοί απαιτούν βεβαίως την κατανόηση του πνεύματος και της φιλοσοφίας τους τόσο και από τους δικαστές όσο και από το δικηγορικό κόσμο. Η αμοιβαία κατανόηση του πρωταρχικού σκοπού και η συνεργασία είναι αυτή που θα συνδράμει στην επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί όσον αφορά στην απονομή της Δικαιοσύνης.

Η εφαρμογή των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας αναμένεται να λάβει χώρα το 2023. Βεβαίως το ενδιαφέρον ως προς την τελική μορφή και έκβαση αυτής της ρύθμισης από τους διάφορους φορείς στο στάδιο της δημόσιας διαβούλευσης αναμένεται ζωηρό, ενώ  ευελπιστούμε ότι η τελική έκβαση της σημαντικής αυτής εξέλιξης θα είναι ωφέλιμη όχι μόνο για τον πυλώνα της δικαιοσύνης αλλά και την ευρύτερη κοινωνία και οικονομία του Κράτους.

11
May2021

ΠΕΡΙ ΕΝΟΙΚΙΟΣΤΑΣΙΟΥ ΝΟΜΟΣ: ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

Η σχετικά πρόσφατη τροποποίηση του περί Ενοικιοστασίου Νόμου με τον Νόμο 3(Ι)/2020 ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας την 31/01/2020, ήρθε να απλοποιήσει τη διαδικασία ανάκτησης κατοχής και να ρυθμίσει το κενό σε σχέση με ενοικιαστές οι οποίοι παραλείπουν  να καταβάλλουν τα ενοίκια, ως η σχετική τους υποχρέωση, εκμεταλλευόμενοι πολλές φορές την καθυστέρηση που παρατηρείται γενικά στην εκδίκαση των υποθέσεων.

Ο πιο πάνω Νόμος αφορά περιπτώσεις ενοικιαστικής σχέσης οι οποίες καλύπτονται από το Ενοικιοστάσιο. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις όπου πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

  1. Το προς ενοικίαση ακίνητο βρίσκεται εντός ελεγχόμενης περιοχής και έχει συμπληρωθεί πριν την 31/12/1999.
  2. Ο ενοικιαστής έχει καταστεί θέσμιος. Για να καταστεί ένας ενοικιαστής θέσµιος, πρέπει είτε να λήξει η συµβατική ενοικίαση και να εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο, είτε να τερµατισθεί η συµβατική ενοικίαση και να εξακολουθεί να κατέχει το ακίνητο.

Ο τροποποιητικός νόμος προβλέπει ότι για να μπορεί ο ενοικιαστής να καταχωρήσει Απάντηση σε αίτηση έξωσης που έχει καταχωρισθεί εναντίον του και να προωθήσει την υπέρασπισή του, θα πρέπει η Απάντηση να συνοδεύεται είτε από απόδειξη του λογιστηρίου του Δικαστηρίου ότι έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο το αναφερόμενο στην αίτηση οφειλόμενο ποσό ως καθυστερημένα ενοίκια κατά την ημερομηνία καταχώρισης αυτής είτε από απόδειξη είσπραξης του ενοικίου εκδοθείσα από τον ιδιοκτήτη ή αντιπρόσωπο αυτού ή από απόδειξη κατάθεσης χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προς όφελος του ιδιοκτήτη ή αντιπροσώπου αυτού. Το βάρος απόδειξης για την καταβολή των οφειλόμενων ενοικίων εναποτίθεται δηλαδή στους ώμους του ενοικιαστή. Η δε απόφαση του Γραμματέα για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρησης της απάντησης τίθεται εντός 3 εργάσιμων ημερών ενώπιον του Δικαστηρίου προς τελεσίδικη έγκριση ή απόρριψη.

Επίσης  ο τροποποιητικός Νόμος προβλέπει ότι σε περίπτωση έκδοσης διατάγματος έξωσης από τον ιδιοκτήτη, το Δικαστήριο δύναται να καθορίσει τον χρόνο συμμόρφωσης με το εν λόγω Διάταγμα ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 90 ημέρες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο τροποποιητικός νόμος 3(Ι)/2020 δεν έχει αναδρομική ισχύ καθότι οι πρόνοιες αυτού δεν τυγχάνουν εφαρμογής όσον αφορά υποθέσεις οι οποίες καταχωρήθηκαν στο Δικαστήριο πριν από την 31.01.2020 καθώς και για ενοίκια που κατέστησαν πληρωτέα πριν από την 31.01.2020, εφόσον εξοφληθούν εντός δώδεκα (12) μηνών από την εν λόγω ημερομηνία. Βέβαια σήμερα η περίοδος που θέτει η μεταβατική διάταξη που περιλήφθηκε στον Ν.3(Ι)/2020 ως νέο άρθρο 37 στο βασικό Νόμο έχει παρέλθει. Συνεπώς σήμερα, αιτήσεις για ανάκτηση κατοχής λόγω καθυστερημένων ενοικίων, για ενοίκια που οφείλονταν μέχρι 31.1.2020, αλλά και για ενοίκια τα οποία είχαν ή έχουν προκύψει ως οφειλόμενα από την 1.2.2020 και εντεύθεν και τα οποία δεν έχουν εξοφληθεί, μπορούν να καταχωρηθούν και να προωθηθούν με βάση τον Τροποποιητικό Νόμο, Ν.3(Ι)/2020 και την νέα διαδικασία.

Είναι φανερό ότι η εν λόγω τροποποίηση αποσκοπεί στο να αποτελέσει τροχοπέδη στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει ουσιαστική και τεκμηριωμένη υπεράσπιση από πλευράς του ενοικιαστή και ο τελευταίος καταχωρεί Απάντηση προωθώντας πλασματική υπεράσπιση με σκοπό να καθυστερήσει την έκδοση διατάγματος έξωσης εναντίον του, παραμένοντας έτσι στο ακίνητο και μη καταβάλλοντας ενοίκια μέχρι την αποπεράτωση της υπόθεσης.

Βέβαια, οι πιο πάνω εξελίξεις συνέπεσαν χρονικά με την πανδημία του κορονοϊού COVID 19 με αποτέλεσμα να μην μπορούσε εν τη γενέσει του να εφαρμοστεί, καθότι στα πλαίσια των μέτρων για αναχαίτιση της εξάπλωσης του κορονοϊου, με σχετικές ανακοινώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με Διαδικαστικούς Κανονισμούς που δημοσιεύονταν ανά καιρούς, αναστελλόταν προσωρινά η προώθηση και εκδίκαση υποθέσεων και η δυνατότητα καταχώρησης νέων αγωγών και αιτήσεων, ενώ με το μεταγενέστερο Νόμο 30(Ι)/2020, κάθε διαδικασία για ανάκτηση κατοχής λόγω καθυστερημένων ενοικίων αναστελλόταν, «παγώνοντας» ουσιαστικά για ορισμένο χρονικό διάστημα τις διαδικασίες.

Πρόσφατη Απόφαση ιδιαίτερου ενδιαφέροντος:

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πολύ πρόσφατη απόφαση ημερ. 22/03/2021 στην πολιτική αίτηση με αρ. 42/2021 για άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος CERTIORARI.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση καταχωρίσθηκε η Αίτηση υπ’ αρ. Ε13/2020 από πλευράς ιδιοκτήτριας στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων Λάρνακας- Αμμοχώστου για ανάκτηση κατοχής και στα πλαίσια αυτής αρχικά επιχειρήθηκε από τον ενοικιαστή η καταχώρηση Απάντησης η οποία όμως δεν έγινε δεκτή. Στη συνέχεια επιχειρήθηκε η καταχώρηση  νέας Απάντησης που συνοδεύετο από απόδειξη της Τράπεζας  εξαργύρωσης  επιταγής. Το Δικαστήριο με απόφαση του ημερομηνίας 2/3/2021, δεν έκαμε αποδεκτή την καταχώρηση της Απάντησης με το δικαιολογητικό ότι  το ποσό που εισπράχθηκε από την ιδιοκτήτρια ήταν μικρότερο απ’ εκείνο που αξιώνετο με την Αίτηση.

Ακολούθως ο ενοικιαστής καταχώρησε αίτηση με την οποία ζητούσε  άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση εντάλματος CERTIORARI, επικαλούμενος παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και του συνταγματικού δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη καθώς και την ύπαρξη έκδηλου νομικού σφάλματος ενόψει παραβίασης του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ αφού το Δικαστήριο δεν του επέτρεψε να προβάλει και να τεκμηριώσει την υπεράσπιση του ότι το συμφωνηθέν και καταβαλλόμενο ενοίκιο ανέρχετο σε €1.642 και όχι €2.280 που δικογράφησε η ιδιοκτήτρια του ακινήτου.

Στη βάση των δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του και ενόψει της μη δυνατότητας καταχώρησης έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση και έδωσε άδεια για καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως αφού θεώρησε ότι υπό το φως των γεγονότων προβάλλεται συζητήσιμη υπόθεση σε σχέση με την παραβίαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, η οποία προσέδιδε δικαίωμα για εμφάνιση του Αιτητή στη διαδικασία προς τον σκοπό αμφισβήτησης  των αξιώσεων της ιδιοκτήτριας του ακινήτου.

Είναι φανερό ότι με τον τροποποιητικό νόμο 3(Ι)/2020 η διαδικασία ανάκτησης της κατοχής έχει αποκτήσει σε κάποιο βαθμό συνοπτικό χαρακτήρα και ως τέτοια είναι καλοδεχούμενη αφού ήρθε να αντισταθμίσει την αργή απονομή Δικαιοσύνης. Καθίσταται όμως σαφές ότι η πράξη θα δείξει τυχόν αδυναμίες και κενά ως προς την εφαρμογή του όπως καταδεικνύεται ενδεικτικά και από την πιο πάνω περίπτωση.

Καταληκτικά αναφέρεται ότι εν γένει ο περί Ενοικιοστασίου Νόμος του 1983 χρήζει περαιτέρω τροποποίησης και εκσυγχρονισμού κάτι που η πράξη έχει δείξει ότι γίνεται με αργούς ρυθμούς.

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει το γενικό πλαίσιο σε σχέση με το υπό αναφορά θέμα. Για περισσότερες πληροφορίες για το συγκεκριμένο θέμα αλλά και γενικότερα για οποιοδήποτε θέμα μισθώσεων μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί μας είτε τηλεφωνικώς (25-817779)  είτε μέσω email (pavlou@landaslaw.com).

This website uses cookies to ensure you get the best experience on our website.
Accept