20
Jan2023

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΓΙΑ ΜΗ ΛΗΦΘΕΙΣΑ ΕΤΗΣΙΑ ΑΔΕΙΑ

Στα πλαίσια γνωμοδότησης την οποία κλήθηκε να δώσει το γραφείο μας σχετικά με την αποζημίωση σε εργοδοτούμενο από εργοδότη για μη ληφθείσα ετήσια άδεια μετ’ απολαβών, επιχειρείται μια σύντομη ανασκόπηση του ευρωπαϊκού και κυπριακού νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου αναφορικά με το δικαίωμα των εργαζόμενων για αποζημίωση στη περίπτωση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών καθώς και η εξαγωγή ορισμένων χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με το εν λόγω θέμα.

Νοείται δε ότι βασική και κύρια προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων που διαγράφονται παρακάτω παραμένει η ύπαρξη σχέσης εργοδότησης.

Το νομοθετικό πλαίσιο  αναφορικά με το ζήτημα της ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών που εφαρμόζεται στη Κυπριακή Δημοκρατία  αποτελείται από τα εξής:

  1. Ευρωπαϊκή οδηγία 2003/88/ΕΚ Του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεµβρίου 2003 σχετικά µε ορισµένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (στο εξής θα αναφέρεται ως «Η Ευρωπαϊκή Οδηγία»).
  2. Ο περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμος του 1967 (24/1967) – (στο εξής θα αναφέρεται ως «ο Νόμος 24/1967»).
  3. Ο περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμος του 1967 (Ν. 8/1967) – (στο εξής θα αναφέρεται ως «ο Νόμος 8/1967»).

Πρέπει να υπομνησθεί πως το Άρθρο 7.1 της ευρωπαϊκής οδηγίας προβλέπει το εξής: «Τα κράτη µέλη θεσπίζουν τα αναγκαία µέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζοµένους ετήσια άδεια µετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδοµάδων, σύµφωνα µε τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νοµοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώµατος και τη χορήγηση της άδειας».

Περαιτέρω, ιδιαίτερης αναφοράς πρεπει να τύχει και το άρθρο 7.2 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας το οποίο αναφέρει το εξής σημαντικό: «Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας µετ’ αποδοχών µπορεί να αντικαθίσταται από χρηµατική αποζηµίωση µόνον σε περίπτωση τερµατισµού της εργασιακής σχέσης». Επομένως δημιουργεί προϋπόθεση για την αξίωση αποζημίωσης εν σχέση με εκκρεμούσα ετήσια άδεια μετ’ απολαβών του εκάστοτε εργοδοτουμένου, όπως η εργασιακή σχέση έχει προηγουμένως τερματιστεί.

Όσο αφορά τη κυπριακή νομοθεσία, ο Νόμος 8/1967 και ειδικότερα το άρθρο  5 (1) το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων το εξής: «Η διάρκεια της αδείας εργοδοτουμένου όταν ούτος έχη εργασθή ουχί ολιγωτέρας των σαράντα οκτώ εβδομάδων εντός του έτους αδείας είναι είκοσι εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος πενθήμερον εβδομάδα εργασίας και είκοσι τέσσερις εργάσιμοι ημέραι εις περίπτωσιν εργοδοτουμένου έχοντος εξαήμερον εβδομάδα εργασίας». Συνεπάγεται λοιπόν ότι ο έχων πενθήμερη εργασία δικαιούται τουλάχιστον 20 ημέρες άδεια μετ’ απολαβών και αντίστοιχα για εξαήμερη εργασία 24 ημέρες. Να σημειωθεί ότι ο Νόμος λειτουργεί περιοριστικά μόνο ως προς την ελάχιστη άδεια μετ’ απολαβών, εφόσον η εκάστοτε σύμβαση εργοδότησης δύναται να προνοεί περισσότερες ημέρες άδειας για τον εκάστοτε εργοδοτούμενο από ότι η παρούσα πρόνοια του Νόμου 8/1967.

Η συσσώρευση αδειών μετ’ απολαβών δύναται να θεσπίζεται μέσω της εκάστοτε σύμβασης εργοδότησης και σε εξαίρετες περιπτώσεις υπό την γενική πολιτική ενός εργοδότη. Αυτό διαφαίνεται και προνοείται ξεκάθαρα υπό το  άρθρο 7 (2) του νόμου Ν.8/1967 το οποίο προβλέπει το εξής: «Διά συμφωνίας μεταξύ του εργοδότου και του εργοδοτουμένου, αι άδειαι δυνατόν να συσσωρεύωνται μέχρις ανωτάτου ορίου ισουμένου προς την άδειαν εις την οποίαν ο εργοδοτούμενος δικαιούται ως προς δύο έτη». Ο Νόμος 8/1967 λειτουργεί περιοριστικά σε αυτή την πτυχή ως προς το ανώτατο όριο ταυτόχρονα όμως με το λεκτικό που χρησιμοποιείται αφήνεται να νοηθεί ότι η πρόνοια εναρμονίζεται με την εκάστοτε σύμβαση εργοδότησης και τον αριθμό αδειών που προβλέπονται υπό την σύμβαση, εξου και σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η συμπερίληψη σχετικών προνοιών στην εκάστοτε σύμβαση εργοδότησης.

Ευρωπαϊκή και Κυπριακή Νομολογία.

Ιδιαίτερα καθοδηγητικές επί του εν λόγω θέματος είναι οι αποφάσεις τόσο του Δικαστήριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής θα αναφέρεται ως «ΔΕΕ») όσο και των κυπριακών Δικαστηριών οι οποίες αναλύουν το εν λόγω ζήτημα και παρέχουν χρήσιμες καθοδηγητικές αρχές. Πιο συγκεκριμένα, διαφωτιστικές επί του θέματος είναι οι συνεκδικαζόμενες ευρωπαϊκές υποθέσεις C‑350/06 και C‑520/06[1] οι οποίες έφτασαν ενώπιον του ΔΕΕ δυνάμει του άρθρου 234 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας[2] και του εργαλείου της προδικαστικής παραπομπής.  Ειδικότερα, στις εν λόγω υποθέσεις και πιο συγκεκριμένα στις αιτιολογικές σκέψεις 53 εώς 62, υπομνήσθηκε πως όταν λήγει η σχέση εργασίας, η ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών  εκ των πραγμάτων δεν μπορεί πλέον να ληφθεί. Ως εκ τούτου και για να μην αποκλείεται παντελώς, εξαιτίας της αδυναμίας αυτής, η απόλαυση του δικαιώματος αυτού από τον εργαζόμενο, έστω και σε χρηματική μορφή, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 προβλέπει ότι ο εργαζόμενος δικαιούται χρηματική αποζημίωση σε περίπτωση τερματισμού της σχέσης εργασίας.

Ιδιαίτερα διαφωτιστική επί του θέματος είναι και η κυπριακή νομολογία και συγκεκριμένα οι υποθέσεις  ALISMAN  και ΦΥΤΩΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ[3] ΛΤΔ, καθώς και η απόφαση PUPELIS και MAYZUS INVESTMENT COMPANY LTD[4]. Ειδικότερα, όπως αναφέρθηκε στις εν λόγω υποθέσεις, η μόνη περίπτωση που ο εργοδοτούμενος δικαιούται σε πληρωμή για μη ληφθείσα ετήσια άδεια είναι όταν λήξει η εργασιακή σχέση του με τον εργοδότη του. Σ’ αυτήν την περίπτωση δικαιούται σε αποζημίωση που αντιστοιχεί στις ημέρες ετήσιας άδειας μετ´ απολαβών που εδικαιούτο και δεν έλαβε μέχρι τη μέρα που τερματίστηκε η εργασιακή σχέση του με τον εργοδότη του υπό την επιφύλαξη της πρόνοιας του άρθρου 7(2) του Ν.8/67. Δηλαδή δεν δικαιούται να πληρωθεί τις ετήσιες άδειες που δεν έλαβε όλα τα  έτη πριν την απόλυσή του εκτός αν αποδείξει ότι συμφώνησε με τον εργοδότη του ότι οι ετήσιες άδειες που δεν πήρε θα μεταφερθούν στα επόμενα έτη και θα συσσωρευτούν με ισχύοντα ανώτατο όριο πάντα το σύνολο της ετήσιας άδειας που δικαιούται για δύο (2) έτη ως ο σχετικός περιορισμός που θέτει η προαναφερθείσα νομοθεσία αλλά και με επιφύλαξη των προνοιών της σύμβασης εργοδότησης.

Καταληκτικά Σχόλια:

Με βάση τα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν, μπορούμε εύλογα να καταλήξουμε στα πιο κάτω χρήσιμα συμπεράσματα:

  1. Ένας εργοδότουμενος κατά τη διάρκεια της σχέσης απασχόλησης του δικαιούται την ετήσια μετ’ απολαβών άδεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα και/ή την επιλογή για αποζημίωση για όσες ετήσιες ημέρες άδειας δεν έλαβε ενόσω διαρκεί η σχέση εργοδότησης του.
  • Ο εργοδότουμενος, κατόπιν συμφωνίας με τον εργοδότη του μπορεί να συσσωρεύσει την ετήσια άδεια του η οποία δεν μπορεί δυνάμει του σχετικού νόμου να υπερβαίνει την άδεια την οποία δικαιούται για τη χρονική περίοδο των δύο (2) ετών εργασίας.
  • Ένας εργοδοτούμενος δικαιούται να λάβει αποζημίωση αναφορικά με τις ετήσιες άδειες τις οποίες δεν έλαβε μόνο στη περίπτωση όπου η σχέση εργοδότησης του έχει τερματιστεί και δικαιούται όπως λάβει αποζημίωση για όσες ημέρες από την ετήσια άδεια του δεν έχει λάβει.  Ως εκ τούτου, μόνο στη περίπτωση όπου υπάρχει τερματισμός της εργασιακής σχέσης, ο εργοδοτούμενος δικαιούται όπως λάβει αποζημίωση μεταξύ άλλων για τη μη ληφθείσα ετήσια άδεια του.  
  • Ο αριθμός αδειών μετ’ απολαβών, επομένως και καταληκτικά, για τις οποίες ο εργοδοτούμενος δικαιούται να αξιώσει όπως λάβει ως αποζημίωση σε περίπτωση λήξης της εργασιακής του σχέσης, και νοουμένου ότι οι προϋποθέσεις όπως προαναφέρθηκαν πληρούνται, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των αδειών τον οποίο δικαιούται βάση σύμβασης εργοδότησης και για μέγιστη περίοδο 2 (δύο) ετών.

Για περαιτέρω πληροφορίες και νομικά θέματα εργοδότησης μπορείτε να απευθυνθείτε στο info@landaslaw.com

Άρθρο από Μύρια Πορνάρη και Ανδρέας Πινδάρου


[1] Judgment of the Court (Grand Chamber) of 20 January 2009 – Gerhard Schultz-Hoff v Deutsche Rentenversicherung Bund (C-350/06) and Stringer and Others v Her Majesty’s Revenue and Customs (C-520/06) – Joined cases C-350/06 and C-520/06.

[2] Ειδικότερα, το Aρθρο 234 προβλέπει το εξής: « Το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις: α) επί της ερμηνείας της παρούσας Συνθήκης, β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας και της ΕΚΤ, γ) επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου, εφόσον το προβλέπουν τα εν λόγω καταστατικά.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο».

[3] ALSIMAN άλλως SULAIMAN ν. ΦΥΤΩΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΛΤΔ, Αρ. Αίτησης: 388/15, 10/3/2022.

[4] PUPELIS ν. MAYZUS INVESTMENT COMPANY LTD πρώην UNITED WORLD CAPITAL LTD, Αρ. Αίτησης: 90/13, 21/3/2019

This website uses cookies to ensure you get the best experience on our website.
Accept