Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύντομη ανασκόπηση των βασικών αρχών που διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων Δικαστικών Διαταγμάτων ως αυτές προκύπτουν από τη σχετική νομοθεσία και αναλύθηκαν σε πληθώρα κυπριακών αποφάσεων.
Αναμφίβολα, η πεμπτουσία του δικαστικού έργου συνίσταται στην επίλυση των διαφορών που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από τις αποφάσεις και τα διατάγματα που εκδίδονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα διατάγματα δύναται να έχουν το χαρακτήρα των τελικών (διηνεκών) ή των ενδιάμεσων (προσωρινών, παρεμπιπτόντων). Σε αντίθεση με τα διηνεκή διατάγματα, τα ενδιάμεσα εκδίδονται ενδιαμέσως, ήτοι πριν την τελική δίκη και εκκρεμούσης της ουσίας της δικαστικής διαφοράς ενώ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι διαρκούν για όσο χρόνο αναφέρεται στο ίδιο το διάταγμα και/ή κατόπιν σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου και/ή ή σε κάθε περίπτωση μέχρι την πλήρη και τελική αποπεράτωση της αγωγής.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καθώς και η σπουδαιότητα των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων έγκειται αφ’ ενός στην άμεση έκδοσή τους και αφ’ ετέρου στη δραστικότητά τους, εφόσον δια μέσου αυτών διατάσσεται η τέλεση μιας πράξης (προστακτικά) ή η αποφυγή τέλεσης κάποιας πράξης ή ενέργειας (απαγορευτικά). Το κύριο δίλημμα σε σχέση με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είναι ότι υπάρχει εξ ορισμού ο κίνδυνος ότι το εκδικάζον Δικαστήριο μπορεί να πάρει εσφαλμένη απόφαση, με το νόημα ότι έχει χορηγήσει ενδιάμεσο διάταγμα σε διάδικο/ Αιτητή ο οποίος αποτυγχάνει ν’ αποδείξει τα δικαιώματα του κατά τη δίκη (ή θα αποτύγχανε αν υπήρχε δίκη) ή διαζευκτικά με το να παραλείψει να χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο / Αιτητή που επιτυγχάνει (ή θα πετύχει) κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης. Αποτελεί επομένως θεμελιώδη αρχή ότι το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν ‘εσφαλμένη’ με το πιο πάνω νόημα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίωv Νόμoυ τoυ 1960 (14/1960) (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Ν.14/60»), τα Κυπριακά Δικαστήρια εφαρμόζουν τις αρχές της επιείκειας και είναι στο πλαίσιο αυτής της εφαρμογής που έχουν εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/60, που αποτελεί το ουσιαστικό δίκαιο έκδοσης τους[i]. Συνοπτικά, οι προϋποθέσεις/αρχές που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος ως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και ως έχουν τύχει νομολογιακής ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων[ii] είναι οι ακόλουθες:
- Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δίκη, ήτοι αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης.
- Να υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να δικαιούται την αιτούμενη θεραπεία. Η εν λόγω προϋπόθεση επιβάλλεται στον αιτητή να καταδείξει ότι υπάρχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.
- Όσο αφορά τη τρίτη προϋπόθεση για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων, ως αναφέρθηκε στην απόφαση InterDepol Limited v. Kyriakos Papavassiliou (1984) [iii], ακόμη και αν προκύπτει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση καθώς και ορατό ενδεχόμενο να δικαιούται θεραπείας ο Αιτητής, πρέπει να ικανοποιηθεί και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ότι δηλαδή αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Στο σημείο αυτό το εκδικάζων Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το στάδιο εξέτασης μιας μονομερούς ενδιάμεσης αίτησης με την οποία επιζητείται η έκδοση ενδιάμεσου αναφορικά με την έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος, το εκδικάζον Δικαστήριο καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60 ως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για να αποδειχθούν δε οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, ο αιτητής πρέπει να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί προκειμένου να δικαιολογηθεί η έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Πέραν των πιο πάνω τριών προϋποθέσεων, έργο του Δικαστηρίου είναι να σταθμίσει κατά πόσον είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή να διατηρήσει ένα διάταγμα, σε ισχύ. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω και ένεκα του ότι το προσωρινό διάταγμα αποτελεί δυνητική θεραπεία, η ανεξήγητη καθυστέρηση από τον εκάστοτε Αιτητή αποτελεί εμπόδιο για την χορήγηση τέτοιας θεραπείας. Σύμφωνα με μια πιο σύγχρονη προσέγγιση την οποία έχουν υιοθετήσει τα κυπριακά Δικαστήρια, το γεγονός της καθυστέρησης καταδεικνύει ότι ο Αιτητής δεν χρειάζεται την άμεση και εξαιρετική θεραπεία που προσφέρεται από το προσωρινό διάταγμα. Τέλος, πρέπει να επισυμανθεί ότι το δικαστήριο δυνατόν να είναι πρόθυμο να αγνοήσει καθυστέρηση για την οποία δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση[iv].
Καταληκτικά, η δυνατότητα έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, και το εκδικάζον Δικαστήριο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπ’ όψη του όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.
Για οποιεσδήποτε απορίες ή για περαιτέρω διευκρινήσεις και παροχή νομικής συμβουλής μπορείτε να απευθυνθείτε στο info@landaslaw.com
Άρθρο από Μύρια Πορνάρη
[i] Parico v. Muskita (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015.
[ii] Karydas Taxi Co v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Papastratis v. Pierides (1979) 1 C.L.R. 231, Odysseos v. Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστόφορου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.
[iii] InterDepol Limited v. Kyriakos Papavassiliou (1984) 1 ΑΑΔ 769.
[iv] Bacardi Co LTD ν. Vinco LTD, Πολιτική Έφεση ΑΡ. 9295. 18 Ιουλίου, 1996.