Category: News

16
Feb2024

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΝΤΑΙ ΜΕ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΟΛΥΝΣΕΙΣ

Την 19η Δεκεμβρίου 2023 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι τροποποιητικοί νόμοι 153(Ι) του 2023, 154(Ι) του 2023 και 155(Ι) του 2023 οι οποίοι αφορούν τον περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμο του 2010 (84(I)/2010) και τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965 (9/1965).

Οι πρόσφατες αλλαγές που επήλθαν στη νομοθεσία, οι οποίες σχετίζονται με τις διαδικασίες ενώπιον του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου σε περιπτώσεις που αφορούν πιστωτικές διευκολύνσεις και την εκποίηση ενυπόθηκων εξασφαλίσεων, αναλύονται πιο κάτω:

Α. Αριθμός 153(Ι) του 2023 – ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΦΟΡΕΑ ΕΞΩΔΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΕΩΣ 2020

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ ΣΤΟΝ ΕΠΙΤΡΟΠΟ:

Ι. Με βάση το σημείο 8 της ως άνω τροποποίησης, η οποία αφορά το άρθρο 9 του νόμου και την προσθήκη της παραγράφου 5 σε αυτό, προνοείται ότι:

1. Ο Επίτροπος δύναται να επιληφθεί παραπόνου κατά χρηματοοικονομικής επιχείρησης εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν από την έκδοση απόφασης-

α. καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιον του για ενημέρωση αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής παραπόνου από καταναλωτή εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και διακανονισμό της διαφοράς τους με τη διαδικασία αυτή· και

β. κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα εξώδικος διακανονισμός της διαφοράς που προκύπτει σύμφωνα με το παράπονο.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί με την προσφυγή στον Επίτροπο, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.

3. Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται ως περιγράφεται ανωτέρω, περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια του διακανονισμού της διαφοράς, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

4. Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξέτασης του παραπόνου και, σε περίπτωση που δεν έχουν καταλήξει σε διακανονισμό της διαφοράς, δύναται να ζητήσουν παράταση της διάρκειας της εξέτασης του παραπόνου για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

5. Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία εξέτασης του παραπόνου πριν από τη λήξη της καθορισμένης δυνάμει του παρόντος άρθρου προθεσμίας.

6. Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται με την ως άνω περιγραφόμενη διαδικασία δεν υπόκειται σε έφεση.

7. Υπενθυμίζουμε ότι με βάση το άρθρο 14 του νόμου, σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί την δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι εμπλεκόμενοι οφείλουν όπως ειδοποιήσουν γραπτώς τον επίτροπο, εντός δύο (2) μηνών, κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφαση·

8. Περαιτέρω, εάν εντός της προθεσμίας των δύο (2) μηνών που καθορίζεται στην απόφαση, ο καταναλωτής ή η χρηματοοικονομική επιχείρηση ή και τα δύο μέρη απορρίψουν την απόφαση και/ή δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο ως αναφέρεται ανωτέρω, τότε ο Επίτροπος αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής θεωρεί ότι ο καταναλωτής και η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχουν απορρίψει την απόφασή του και ως εκ τούτου η απόφαση δεν θεωρείται πλέον δεσμευτική για οποιονδήποτε.

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ:

ΙΙ. Με βάση την ως άνω τροποποίηση σημεία 13, στο άρθρο  14Β του νόμου προστίθενται νέα εδάφια τα οποία προνοούν ότι:

1. Οι διατάξεις του παρόντος Μέρους εφαρμόζονται επί τερματισμένων πιστωτικών διευκολύνσεων σε σχέση με τις οποίες κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης βρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία, εάν το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται δικαστική διαδικασία για υπόθεση το αντικείμενο της οποίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας πριν την έκδοση απόφασης-

α. καλέσει τους διάδικους να παραστούν ενώπιον του για ενημέρωση αναφορικά με τη δυνατότητα υποβολής αίτησης για διορισμό διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, και για διακανονισμό της διαφοράς με τη διαδικασία αυτή· και

β. κατόπιν κοινής αίτησης όλων των διαδίκων ή κατόπιν αίτησης ενός από τους διάδικους και με τη ρητή συναίνεση των υπολοίπων, ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, αποφασίσει την αναβολή της δικαστικής διαδικασίας για να λάβει χώρα η υποβολή αίτησης για διορισμό διαμεσολαβητή και διακανονισμό της διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Μέρους.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε από τους διάδικους δεν συμφωνεί με την προσφυγή στον Επίτροπο για διορισμό διαμεσολαβητή, το δικαστήριο προχωρεί με τη δικαστική διαδικασία.

3. Στην απόφαση του δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων ως περιγράφονται ανωτέρω, περιλαμβάνεται ρητή αναφορά στη συναίνεση των διαδίκων και στη διάρκεια του διακανονισμού της διαφοράς, η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

4. Με τη συμπλήρωση της χρονικής διάρκειας που καθορίζεται στην απόφαση του δικαστηρίου, οι διάδικοι ενημερώνουν το δικαστήριο για την ακολουθούμενη διαδικασία και το αποτέλεσμα της εξέτασης της αίτησης και, σε περίπτωση που δεν έχει επιτευχθεί συμφωνία, δύναται να ζητήσουν, από κοινού, περαιτέρω αναβολή για παράταση της διάρκειας της διαμεσολάβησης για περίοδο που δεν δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες.

5. Το δικαστήριο δύναται, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, να διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης ως ανωτέρω αναβολής.

6. Απόφαση του δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων που περιγράφονται ανωτέρω δεν υπόκειται σε έφεση.

7. Σε περίπτωση κατά την οποία εκδοθεί απόφαση Δικαστηρίου για αναβολή της δικαστικής διαδικασίας δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων το αδειοδοτημένο ίδρυμα ή αγοραστής πιστώσεων ο οποίος είναι διάδικος στην αναφερόμενη δικαστική διαδικασία, αναστέλλει τη διαδικασία πώλησης με πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου που εξασφαλίζει την αναφερόμενη τερματισμένη πιστωτική διευκόλυνση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, μέχρι τη λήξη της αναβολής:

8. Νοείται ότι, η εν λόγω υποχρέωση του αδειοδοτημένου ιδρύματος ή αγοραστή πιστώσεων παύει να ισχύει σε περίπτωση που το δικαστήριο, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν αιτήματος οποιουδήποτε διάδικου, διακόψει τη διαδικασία διαμεσολάβησης πριν από τη λήξη της αναβολής.

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το σημείο 16, στο άρθρο 14Η προστίθενται τα ακόλουθα:

1. Ο Επίτροπος δεν επιλαμβάνεται καταγγελίας-

α. για την οποία, κατά την ημέρα υποβολής της, είχε ήδη εκδοθεί απόφαση για ζητήματα της υποκείμενης της καταγγελίας διαφοράς που επηρεάζουν την επί της ουσίας εξέταση της καταγγελίας, από δικαστήριο της Δημοκρατίας ή ευρίσκεται σε εξέλιξη δικαστική διαδικασία για την εξέταση της ίδιας καταγγελίας ή ζητημάτων της υποκείμενης της καταγγελίας διαφοράς που επηρεάζουν την επί της ουσίας εξέταση της καταγγελίας: Νοείται ότι, ο Επίτροπος δύναται να επιλαμβάνεται καταγγελίας η οποία παραπέμπεται σε διαμεσολάβηση από το δικαστήριο κατ’ αναλογία των διατάξεων των εδαφίων (5) έως (10) του άρθρου 9·

β. για την οποία κατά την κρίση του Επιτρόπου δεν υπάρχει βάση για την υποβολή παραπόνου· ή

γ. η οποία κατά την ημερομηνία υποβολής της εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από τον Επίτροπο ή από άλλο φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή από Δικαστήριο.

Β. Αριθμός 154(Ι) του 2023 – ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΦΟΡΕΑ ΕΞΩΔΙΚΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΕΩΣ 2023

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΨΗ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΥΠΟΥ «ΙΑ»:

Ι. Σύμφωνα με το σημείο 4, προστίθεται στο βασικό νόμο το άρθρο 10Α το οποίο προνοεί ότι:

1. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 10, καταναλωτής δύναται να υποβάλει παράπονο στον Επίτροπο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, το οποίο εξετάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12 έως 14, εφόσον-

α. εμπίπτει στον ορισμό του «επιλέξιμου οφειλέτη» όπως ορίζεται στο Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου· και

β. έχει υποβάλει το αίτημά του στον Επίτροπο εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την παραλαβή της ειδοποίησης της σκοπούμενης πώλησης κατά τον Τύπο «ΙΑ» δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.

2. Η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 12, 13 και 14 εφαρμόζεται και για την εξέταση αιτήματος αναφορικά με τους λόγους που προβλέπονται στο εδάφιο (4) του άρθρου 44Γ του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου.

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το σημείο 6, τροποποιείται το άρθρο 13 και προστίθενται τα ακόλουθα:

1. Νοείται περαιτέρω ότι, για τις περιπτώσεις υποβολής παραπόνου από επιλέξιμο οφειλέτη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1Β) του άρθρου 9, ο εν λόγω οφειλέτης δύναται να ζητήσει από τον Επίτροπο να μην τερματίσει τη διαδικασία και να εξετάσει το παράπονο πριν από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση του παραπόνου, όπου είναι δυνατό και σε τέτοια περίπτωση, ο επιλέξιμος οφειλέτης ενημερώνει σχετικά το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε εκκρεμούσα διαδικασία.

ΙΙΙ. Βάσει του σημείου 7, το οποίο προσθέτει στο άρθρο 14 του νόμου πρόνοιες για σχετική προθεσμία στην ως άνω περίπτωση προβλέπεται ότι:

1. Σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί την δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αίτημα προς τους εμπλεκομένους όπως τον ειδοποιήσουν γραπτώς, εντός 10 εργάσιμων ημέρων, κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφαση·

2. Εάν εντός της προθεσμίας 10 εργάσιμων ημερών που καθορίζεται στην απόφαση, ο καταναλωτής ή η χρηματοοικονομική επιχείρηση ή και τα δύο μέρη απορρίψουν την απόφαση ή και δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο τότε ο Επίτροπος αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής θεωρεί ότι ο καταναλωτής και η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχουν απορρίψει την απόφασή του και ως εκ τούτου η απόφαση δε θεωρείται πλέον δεσμευτική για οποιονδήποτε.

3. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας των 10 εργάσιμων ημερών που καθορίζεται στη απόφαση, ο Επίτροπος ενημερώνει τη χρηματοοικονομική επιχείρηση κατά πόσον ο καταναλωτής έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και τον καταναλωτή, κατά πόσον η χρηματοοικονομική επιχείρηση έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και ότι η εξέταση του παραπόνου θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί.

Σχετικές τροποποιήσεις έχουν γίνει και στον ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1965 και συγκεκριμένα στα άρθρα 44Γ, 44ΓΒ και 44ΙΕ, οι σημαντικότερες των οποίων αναφέρονται ακολούθως:

1. Σύμφωνα με το Άρθρο 44Γ εδάφιο (4), ο επιλέξιμος οφειλέτης δύναται εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης Τύπου «ΙΑ», να καταχωρίσει παράπονο στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο το οποίο εξετάζεται και για το οποίο εκδίδεται γραπτώς τελική απόφαση από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, εντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία υποβολής του, για το ποσό το οποίο δηλώνει το αδειοδοτημένο ίδρυμα στην έγγραφη ειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΑ» του Δεύτερου Παραρτήματος ως απαιτούμενο.

2. Σε περίπτωση κατά την οποία ο επιλέξιμος οφειλέτης ασκήσει το δικαίωμά του και νοουμένου ότι ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος επιληφθεί του παραπόνου εντός της προθεσμίας των είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης Τύπου «ΙΑ», ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος επιδίδει άμεσα το παράπονο στο αδειοδοτημένο ίδρυμα και το αδειοδοτημένο ίδρυμα δεν προχωρεί με την διαδικασία σκοπούμενης πώλησης πριν από την παρέλευση των σαράντα πέντε (45) ημερών ή μέχρι να παρέλθει η δέκατη (10η ) εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, όποιο επέλθει αργότερα.

3. Περαιτέρω, το αδειοδοτημένο ίδρυμα και ο επιλέξιμος οφειλέτης δηλώνουν εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών, από την έκδοση της απόφασης, κατά πόσο αποδέχονται την απόφαση ως δεσμευτική.

4. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος εκδώσει απόφαση με την οποία το αδειοδοτημένο ίδρυμα και ο επιλέξιμος οφειλέτης δεν συμφωνούν ή το αδειοδοτημένο ίδρυμα δεν συμφωνεί και δεν γίνεται δεκτή η απόφαση του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου ως δεσμευτική, η διαδικασία σκοπούμενης πώλησης του ακινήτου αναστέλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης από αρμόδιο Δικαστήριο που θα αποφασίσει για το ύψος του νόμιμα απαιτητού ποσού, η δε απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου θα αφορά απόφαση Πρωτόδικου Δικαστηρίου σε πολιτική αγωγή, η οποία είτε είναι εκκρεμούσα είτε θα καταχωριστεί στο μέλλον και θα περιλαμβάνει ως επίδικο θέμα το ύψος του απαιτούμενου ποσού.

5. Σε περίπτωση κατά την οποία ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος εκδώσει απόφαση με την οποία ο επιλέξιμος οφειλέτης δεν συμφωνεί αλλά το αδειοδοτημένο ίδρυμα συμφωνεί και δεν γίνεται δεκτή η απόφαση του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου ως δεσμευτική, το αδειοδοτημένο ίδρυμα δύναται να προχωρήσει με τη διαδικασία της σκοπούμενης πώλησης και υποχρεούται όπως καταβάλει στον επιλέξιμο οφειλέτη οποιεσδήποτε αποζημιώσεις ήθελε αποφασίσει το Δικαστήριο.

6. Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία το αδειοδοτημένο ίδρυμα, στο οποίο έχει επιδοθεί το παράπονο ή έχει λάβει γνώση για εξέταση παραπόνου από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, προχωρεί την διαδικασία σκοπούμενης πώλησης ενόσω εκκρεμεί η εξέταση του παραπόνου από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο, ο επιλέξιμος οφειλέτης δύναται να καταχωρίσει αίτηση στο Επαρχιακό Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του εδαφίου (3) του άρθρου 44Γ ως εάν εκκρεμούσε διαδικασία δυνάμει του Μέρους VIA του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου.

7. Οι διατάξεις του άρθρου 44Γ εφαρμόζονται σε όλες τις διαδικασίες εκποίησης για τις οποίες δεν έχει πραγματοποιηθεί ή δεν έχει πραγματοποιηθεί επιτυχώς ο πρώτος πλειστηριασμός κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) (Αρ. 5) Νόμου του 2023 και το ενυπόθηκο υπό εκποίηση ακίνητο αποτελεί κύρια κατοικία επιλέξιμου οφειλέτη και, ως εκ τούτου, οποιαδήποτε έγγραφη ειδοποίηση κατά τον Τύπο «Θ» και «Ι» του Δεύτερου Παραρτήματος, η οποία έχει αποσταλεί αναφορικά με τις περιπτώσεις που προβλέπονται πιο πάνω, θεωρείται άκυρη και αποστέλλεται εκ νέου. Σε περίπτωση κατά την οποία το αδειοδοτημένο ίδρυμα έχει ήδη αποστείλει έγγραφες ειδοποιήσεις κατά τον Τύπο «ΙΑ», αναφορικά με τις περιπτώσεις που προβλέπονται πιο πάνω, αποστέλλεται εκ νέου η ειδοποίηση κατά τον νέο Τύπο «ΙΑ».

Εξ όσων προκύπτει από τα ανωτέρω, υπάρχουν τρεις διαφορετικές διαδικασίες δια μέσω των οποίων μπορεί ο δανειολήπτης να αποταθεί στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, η οποία μπορεί να επέλθει ακόμη και κατά την διάρκεια δικαστικής διαδικασίας εφόσον συναινούν τα διάδικα μέρη.  

Παρακαλώ λάβετε υπόψη ότι το παρόν έχει μόνο ενημερωτικό χαρακτήρα. Για εξειδικευμένη νομική συμβουλή επικοινωνήστε μαζί μας στο τηλέφωνο +357 25817779 και στο email: info@landaslaw.com

02
Feb2024

LAW AMENDING THE SALE OF IMMOVABLE PROPERTY (SPECIFIC PERFORMANCE) LAW OF 2011 (LAW 81(I)/2011)

On the 12th of December 2023, the Law 132(I) of 2023 was published, amending, thus, the Sale of Immovable Property (Specific Performance) Law of 2011 (Law 81(I)/2011).  The new Law amends the provisions regarding the submission of a contract for the sale of a property to the Department of Lands and Surveys and regarding the specific performance of a contract of sale.

The aim of the new Law is, essentially, to protect the interests of Purchasers by simplifying the procedure of specific performance and, thus, ensuring that the property will be transferred to the name of the Purchaser once the Purchaser fulfills his contractual obligations. In this way, the new Law creates a mechanism of protection for the Purchasers of immovable property and aims to eliminate the phenomenon of trapped purchasers.

For this purpose and in order to activate the specific performance mechanism, the new Law added obligations on all interested Parties (Vendors, Purchasers and Secured Creditors/Mortgagee) to submit additional documents, which should accompany the Sale Agreement signed between the Parties and presented to the Department of Lands and Surveys on the day of registration of the Contract of Sale.

Required Documentation

More specifically, for any Contract of Sale signed on the date of enactment of the Law and thereafter, the following documents should be attached and included:

  1. A Search Certificate issued from the Land Registry for the Property, which is the subject-matter of the contract, whose date needs to be maximum 5 days before the date of signing of the Contract of Sale. It is important to clarify that this constitutes an obligation of the Vendor and failure of to provide it, entitles the Director of the Land Registry to impose an administrative fine of up to €10,000.

In the event that the property, which is the subject-matter of the contract, is burdened by a mortgage or a contract and the Vendor is not subject to any prohibitions, then the deposition of the contract at the Land Registry will only be accepted if it is accompanied by the following written statements:

  • A written declaration in the wording of Form A of the Annex to the Law from signed and stamped from each Secured Creditor/Mortgagee, whereby each secured creditor/Mortgagee certifies that once the 95% of the agreed purchase price as included in the Contract of Sale is received to a specific account of the Vendor held in the Mortgagee, then the Secured Creditor/Mortgagee will issue the declaration (as indicated Form B of the Annex to the Law) to the Purchaser and the Secured Creditor/Mortgagee shall withdraw or extinguish the mortgage from the Property; or
  • A written declaration according to Form C of the Annex of the Law signed by the Purchaser that he is aware of the Mortgages that burden the Property and that he wishes to proceed with the deposition of the Contract of Sale without it being accompanied by Form A.

It is clarified in the Law that any amount deposited by the Purchaser and/or the Vendor into the bank account of the Vendor, which was specified by the Secured Creditor/Mortgagee in the written declaration pursuant to Form A, will be considered as a payment by the Purchaser, towards the purchase price pursuant to the Contract of Sale. In case where the Vendor received an advance payment from the Purchaser before or on the signing of the Contract of Sale, then the Vendor should deposit the said amount to his bank account determined in Form A by the Secured Creditor/Mortgagee.

Upon payment and acceptance of the amount included in Form A by the Mortgagee, the latter must give the Purchaser the written confirmation of payment according to Form B of the Appendix of the Law and withdraw the Mortgage from the purchased property, so that it is transferred to the name of the Purchaser free of any encumbrances.  If the Mortgagee fails to release the property from the mortgage, it entitles the Director of Land Registry to impose an administrative fine of up to €100,000.

Specific Performance

For every application for transfer of ownership of a property for which a Contract of Sale has been deposited at the Land Registry after the 12th of December 2023 and which is accompanied by both Form A and the Form B (i.e. the Confirmation of Payment) and provided that the Mortgagee has also withdrew the mortgage from the Property, then the property will be transferred to the name of the Purchaser free of any burdens that supersede in priority the Contract of Sale.

In the event where the Mortgagee has issued and signed the Confirmation of Payment (Form B) but has not withdrawn the mortgage from the Property and provided that the Purchaser encloses in his application for transfer of ownership of a property the Confirmation of Payment duly signed and stamped, then the mortgage will be extinguished from the Property and the procedure of transfer will be finalised so that the Purchaser receives title of the Property free of any burdens that supersede in priority the Contract of Sale.

In addition, according to the new Law, in cases where a contract of Sale was deposited at the Land Registry and accompanied by Form A, the Court will be able to issue a decree of specific performance in the event that before the deposition of the Contract of Sale, a mortgage was imposed on the Property, provided that the Court is satisfied that the Purchaser has paid and settled in full the purchase price of the property towards the Vendor. The new Law amends the existing legislation so as to ensure in advance that the transfer of a mortgaged property to a Purchaser will be carried out as soon as the Purchaser fulfils his contractual obligations towards the Vendor provided, however, that the documents mentioned above will be submitted to the Land Registry.  In other words, the new Law was enacted in order to regulate a serious issue that has arisen in Cyprus with the trapped Purchasers, who have fully fulfilled their contractual obligations towards the Vendors but cannot accept the transfer of the property on their name due to the existence of encumbrances. To this effect, it is important to mention that in the event that the Purchaser signs the Form C of the Annex to the Law, there does not seem to be any protection mechanism in favour of the Purchaser and the procedures of specific performance indicated above, do not appear to apply.

02
Feb2024

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ (ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ) ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ 2020

Στις 12 Δεκεμβρίου 2023 δημοσιεύθηκε ο Νόμος 132(Ι) του 2023 με τον οποίο τροποποιείται ο Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος του 2011 (Ν. 81(I)/2011) στην έκταση που αφορά την κατάθεση σύμβασης πώλησης ενός ακινήτου στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και σε ό,τι αφορά την ειδική εκτέλεση. 

Ο στόχος του νέου Νόμου είναι στην ουσία η προστασία των συμφερόντων των αγοραστών ακίνητης περιουσίας, απλοποιώντας τις διαδικασίες ειδικής εκτέλεσης και διασφαλίζοντας ότι o Αγοραστής θα λάβει ξεχωριστό τίτλο ακίνητης ιδιοκτησίας του ακινήτου μόλις εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.  Με αυτόν τον τρόπο, ο νέος Νόμος δημιουργεί ένα μηχανισμό προστασίας των Αγοραστών και αποβλέπει στην εξάλειψη του φαινομένου των εγκλωβισμένων αγοραστών.

Προς αυτόν τον σκοπό, και για ενεργοποίηση του συγκεκριμένου μηχανισμού, προστέθηκε με τον νέο Νόμο και η υποχρέωση προσκόμισης επιπλέον εγγράφων, τα οποία θα πρέπει να επισυνάπτονται στην σύμβαση πώλησης και να προσκομίζονται στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κατά την ημέρα καταχώρισης της σύμβασης αγοραπωλησίας ενός ακινήτου. 

Απαραίτητα Έγγραφα

Πιο συγκεκριμένα, για συμβάσεις, οι οποίες υπογράφηκαν από την ημερομηνία ισχύος του Νόμου, ήτοι από τις 12/12/2023 κι έπειτα, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται και τα πιο κάτω έγγραφα:

  1. Πιστοποιητικό έρευνας της ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, το οποίο φέρει ημερομηνία που δεν διαφέρει από την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πέραν των 5 ημερών. Η προσκόμιση του εν λόγω εγγράφου αποτελεί υποχρέωση του Πωλητή και παράληψη του να το προσκομίσει, δίνει το δικαίωμα στον Διευθυντή του Κτηματολογίου να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι και €10,000.

Σε περίπτωση που το ακίνητο, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, επιβαρύνεται με ήδη κατατεθειμένη υποθήκη ή σύμβαση και ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης δεν τελεί υπό απαγόρευση, τότε η κατάθεση της σύμβασης θα γίνεται αποδεκτή μόνο εάν συνοδεύεται από τις πιο κάτω έγγραφες δηλώσεις:

  • Έγγραφη δήλωση κατά τον Τύπο Α του Παραρτήματος του Νόμου από κάθε ενυπόθηκο δανειστή και πωλητή, για τον οποίο ο αγοραστής έλαβε γνώση, με την οποία ο κάθε ενυπόθηκος δανειστής βεβαιώνει ότι με την καταβολή του 95% του ποσού της Σύμβασης σε συγκεκριμένο λογαριασμό του Πωλητή που διατηρεί στον Ενυπόθηκο Δανειστή, θα εκδίδεται από τον Ενυπόθηκο Δανειστή βεβαίωση πληρωμής σύμφωνα με τον Τύπο Β του Παραρτήματος του Νόμου προς τον Αγοραστή, ή
  • Έγγραφη δήλωση κατά τον Τύπο Γ του Παραρτήματος του Νόμου από τον Αγοραστή του ακινήτου ότι λαμβάνει γνώση για την υποθήκη που επιβαρύνει το ακίνητο και ότι επιθυμεί την κατάθεση της Σύμβασης χωρίς αυτή να συνοδεύεται από τον Τύπο Α.

Ξεκαθαρίζεται στον Νόμο πως κάθε ποσό το οποίο κατατίθεται από τον αγοραστή και/ή πωλητή στον τραπεζικό λογαριασμό του Πωλητή, ο οποίος καθορίστηκε στην έγγραφη δήλωση κατά τον Τύπο Α, θα λογίζεται ως πληρωμή από τον αγοραστή δυνάμει σύμβασης, έναντι ή προς εξόφληση του τιμήματος πώλησης.  Σε περίπτωση που ο Πωλητής έλαβε προκαταβολή από τον Αγοραστή πριν ή κατά την υπογραφή της σύμβασης, τότε ο Πωλητής θα πρέπει να καταθέσει το εν λόγω ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό που θα καθοριστεί από τον ενυπόθηκο δανειστή στον Τύπο Α. 

Με την πληρωμή και αποδοχή του ποσού που θα αναγράφεται στον Τύπο Α από τον ενυπόθηκό δανειστή, ο τελευταίος οφείλει να δίνει στον Αγοραστή τη γραπτή βεβαίωση πληρωμής κατά τον Τύπο Β του Παραρτήματος του Νόμου και να απαλλάσσει ή εξαλείφει την Υποθήκη από το ακίνητο, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αγοράς ούτως ώστε αυτό να μεταβιβαστεί επ’ ονόματι του Αγοραστή ελεύθερο από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη.  Σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος δανειστής παραλείψει να απαλλάξει το ακίνητο από την υποθήκη, δίνει το δικαίωμα στον Διευθυντή του Κτηματολογίου να του επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ύψους μέχρι και €100,000. 

Ειδική Εκτέλεση

Σε περίπτωση Δήλωσης Μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας, για την οποία έχει κατατεθεί Σύμβαση Πώλησης στο αρμόδιο Κτηματολόγιο μετά τη 12η Δεκεμβρίου 2023 και η οποία συνοδεύεται από την Έγγραφη Δήλωση-Τύπο Α και νοουμένου ότι, έχει εκδοθεί η Βεβαίωση Πληρωμής-Τύπος Β και ο Ενυπόθηκος Δανειστής έχει προχωρήσει στην απαλλαγή του ακινήτου από την Υποθήκη ή στην εξάλειψη της Υποθήκης, τότε το ακίνητο θα μεταβιβάζεται στο όνομα του Αγοραστή, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις που τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη Σύμβαση.

Σε περίπτωση που ο Ενυπόθηκος Δανειστής έχει εκδώσει τη Βεβαίωση Πληρωμής- Τύπο Β, αλλά δεν έχει προχωρήσει σε απαλλαγή του ακινήτου και νοουμένου ότι ο Αγοραστής εσωκλείει στη Δήλωση Μεταβίβασης ακίνητης ιδιοκτησίας, τη σχετική Βεβαίωση Πληρωμής-Τύπο Β, δεόντως υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από τον Ενυπόθηκο Δανειστή, τότε θα γίνεται απαλλαγή του ακινήτου από την Υποθήκη και στη συνέχεια, θα ολοκληρώνεται η μεταβίβαση του στο όνομα του Αγοραστή, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εμπράγματα βάρη ή απαγορεύσεις που τυχόν βαρύνουν την ακίνητη ιδιοκτησία ή τον ιδιοκτήτη της και τα οποία ακολουθούν κατά προτεραιότητα τη Σύμβαση.

Επιπλέον, σύμφωνα με τον νέο Νόμο, στις περιπτώσεις όπου έγινε κατάθεση σύμβασης στο Κτηματολόγιο, η οποία συνοδευόταν από τον Τύπο Α, το Δικαστήριο θα μπορεί να εκδίδει διάταγμα ειδικής εκτέλεσης στην περίπτωση που πριν από την κατάθεση της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη που επιβαρύνει το ακίνητο, εφόσον ικανοποιηθεί ότι ο αγοραστής έχει καταβάλει ολόκληρο το ποσό για την αγορά του ακινήτου.

Με τον νέο Νόμο λοιπόν τροποποιείται η κείμενη νομοθεσία, έτσι ώστε να διασφαλίζεται εκ των προτέρων ότι η μεταβίβαση υποθηκευμένης ακίνητης ιδιοκτησίας σε αγοραστή θα εκτελείται μόλις ο αγοραστής εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι του πωλητή και νοουμένου ότι έχουν ήδη προσκομιστεί τα έγγραφα που αναφέρονται ανωτέρω στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.  Ο νέος Νόμος λοιπόν έρχεται να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Κύπρο με τους εγκλωβισμένους αγοραστές, οι οποίοι, ενώ έχουν εκπληρώσει πλήρως τις συμβατικές τους υποχρεώσεις, δεν μπορούν να δεχθούν μεταβίβαση του ακινήτου που έχουν αγοράσει λόγω της ύπαρξης εμπράγματων βαρών. Είναι δε σημαντικό να αναφέρουμε όμως πως στην περίπτωση που ο Αγοραστής υπογράψει τον Τύπο Γ του Παραρτήματος του Νόμου, δε φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε μηχανισμός προστασίας για τον αγοραστή και οι διαδικασίες ειδικής εκτέλεσης, που περιγράφονται πιο πάνω, φαίνεται ότι δεν εφαρμόζονται.  

10
Jan2024

Congratulations to Anna Pavlou

Anna Pavlou has been appointed as a distinguished member of the Committee for the Modernisation of Law and the Study of the Bills of Law and Public Law by the Cyprus Bar Association.

We are incredibly proud to have Anna Pavlou represent us in such a role.

Congratulations Anna on this well-deserved achievement!

05
Jan2024

Congratulations to Valeria Azovidi

We’re thrilled to announce that Valeria Azovidi has been appointed as a member of the Real Estate Bar Association Committee!

Your dedication to excellence in the real estate field is truly commendable, and we’re proud to have such a talented professional on our team

Here’s to new opportunities, continued success, and making a positive impact in the real estate legal community!

13
Dec2023

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ: ALPHA PANARETI LTD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ – ΠΑΦΟΥ

Προσφ. Αρ. 520/2020 – 23.3.2023 Δικαστής: Μ. Καλλίγερου, ΠΔΔ Για αιτητές: Α. Χατζηγεωργίου για Α.Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. Για Καθ’ων η Αίτηση: Α. Καλησπέρα (κα) για Γενικό Εισαγγελέα

Γεγονότα υπόθεσης και σχολιασμός

Σύμφωνα με τον διοικητικό φάκελο στις 25/05/2020 το Επαρχιακό Γραφείο Πάφου ενημερώθηκε με επιστολή από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας ότι το συγκρότημα St. Nicolas Residence, ιδιοκτησίας των αιτητών, λάμβανε παράνομα νερό το οποίο ήταν εκτός του δικτύου της υδατοπρομήθειας της Κοινότητας με αποτέλεσμα την παράβαση του άρθρου 86 του Ν. 86(Ι)/99. Ο λόγος παύσης της παροχής νερού από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας ήταν τα συσσωρευμένα χρέη της αιτήτριας για την παροχή πόσιμου νερού. Μετά από αγωγή του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου εξέδωσε απόφαση εναντίον των αιτητών για εξόφληση των καθυστερημένων οφειλών. Στη συνέχεια οι αιτητές προχώρησαν σε αγωγή εναντίον του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας για την έκδοση διατάγματος επανασύνδεσης του νερού επικαλούμενοι θέματα υγείας και ασφάλειας, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

Στις 10/06/2020 η Υγειονομική Λειτουργός προχώρησε σε δειγματοληψία νερού για χημική εξέταση. Η Λειτουργός στην έκθεση γεγονότων της ανέφερε ότι στην παρουσία 2 υπαλλήλων του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας και 2 Αστυνομικών προέβη στην αναφερόμενη δειγματοληψία νερού. Περαιτέρω ανέφερε ότι στο χώρο την συγκεκριμένη στιγμή υπήρχε βυτιοφόρο χωρίς τις σχετικές άδειες, το οποίο εφοδιαζόταν με νερό από μη εγκεκριμένη πηγή και εφοδίαζε τις πλαστικές υδαταποθήκες των διαμερισμάτων με νερό. Ο διευθυντής της εταιρείας αρνήθηκε να παραστεί στην δειγματοληψία νερού αφού ισχυριζόταν ότι όλα γίνονται κατά τρόπο νόμιμο και δεν δεχόταν την δειγματοληψία αυτή.

Η Λειτουργός εντούτοις προχώρησε σε δειγματοληψία από εξωτερική βρύση του υποστατικού καθώς και από το νερό του βυτιοφόρου.

Μετά την αναφερόμενη δειγματοληψία, στις 12/06/2020 οι Καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν επιστολή στους αιτητές αναφέροντας τα αποτελέσματα της δειγματοληψίας. Τα αποτελέσματα των δειγμάτων που λήφθηκαν δεν συνάδαν με τις παραμετρικές τιμές που καθορίζονται στον Ν. 87(Ι)/2001 και θα έπρεπε να προχωρήσουν άμεσα στην αποσύνδεση των δεξαμενών που υδροδοτούνται από το βυτιοφόρο και να γίνει επανασύνδεση με το δίκτυο υδατοπρομήθειας της Χλώρακας. Περαιτέρω θα έπρεπε να προβούν και σε απολύμανση του εσωτερικού δικτύου και των υδαταποθηκών των διαμερισμάτων. Πέραν της επιστολής αυτής δόθηκε στους αιτητές το δικαίωμα να αποδείξουν ότι η παροχή νερού από το βυτιοφόρο ήταν ασφαλή όμως ποτέ δεν το έπραξαν.

Έτσι οι αιτητές προχώρησαν με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο για την απόφαση αυτή.

Οι Καθ’ ων η αίτηση πρόβαλαν προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση τους δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πληροφοριακή. Σύμφωνα με τον Ν. 158 (Ι)/99 άρθρο 4, κάθε διοικητική πράξη καθίσταται υποχρεωτική προς εκτέλεση για τους αποδέκτες της από την ημέρα που κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο. Κύριο χαρακτηριστικό της εκτελεστότητας μιας διοικητικής πράξης είναι η άμεση παραγωγή έννομου αποτελέσματος. Ο χαρακτηρισμός μιας διοικητικής πράξης ως εκτελεστής, δίνει την δυνατότητα προσφυγής του ενδιαφερομένου στο Διοικητικό Δικαστήριο. Επομένως ορθά οι αιτητές προχώρησαν σε προσφυγή αφού η επίδικη απόφαση είχε όλα τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης που προέρχονταν από Διοικητικό Όργανο στα πλαίσια της εξουσίας που του δίδει ο Νόμος. Και περαιτέρω αφού δεν προέβαλαν οποιαδήποτε ένσταση εντός της προβλεπόμενης από το Νόμο προθεσμίας, βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ορθά προέβησαν σε προσφυγή, η οποία έγινε αποδεκτή από το Διοικητικό Δικαστήριο.

Στην συνέχεια οι δικηγόροι των αιτητών υποστήριξαν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε επαρκή έρευνα και για αυτό τον λόγο πλανήθηκαν σε σχέση με τα γεγονότα. Κατέληξαν σε λανθασμένα συμπεράσματα όσον αφορά την παροχή πόσιμου νερού στα διαμερίσματα. Σύμφωνα με τους δικηγόρους των αιτητών προμήθευαν με δικά τους βυτιοφόρα μη πόσιμο νερό μόνο για τους εξωτερικούς χώρους και η βρύση από την οποία λήφθηκε νερό ήταν συνδεδεμένο με το δίκτυο για μη πόσιμο νερό. Το πόσιμο νερό διοχετευόταν από αδειούχα βυτιοφόρα το οποίο προμήθευαν σε υπόγεια δεξαμενή στο συγκρότημα διαμερισμάτων και από εκεί παρεχόταν στα διαμερίσματα. Έτσι οι δικηγόροι των αιτητών υποστήριξαν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης, της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της αναλογικότητας και περαιτέρω παραβίασαν το δικαίωμα ακροάσεως αφού δεν τους δόθηκε ποτέ το δικαίωμα ν ακουστούν πριν την έκδοση της απόφασης.

Αντίθετα οι Καθ’ ων η αίτηση υποστήριξαν ότι είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και δεν υπέπεσαν σε καμία πλάνη και ότι ενήργησαν μέσα στα όρια που τους επιτρέπει ο Νόμος ως θεματοφύλακες του δημοσίου συμφέροντος όσον αφορά την παροχή πόσιμου νερού σε υποστατικά. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση τους ήταν μέσα στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας χάριν αυτού του δημοσίου συμφέροντος.

Το Διοικητικό Δικαστήριο προχώρησε σε ακύρωση της επίδικης απόφασης και πιο κάτω θα εξετάσουμε, θα σχολιάσουμε και θα αναλύσουμε τους λόγους ακύρωσης.

Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο 

Ο πρώτος λόγος ακύρωσης όπως υποστηρίχθηκε από τους αιτητές ήταν ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πλανήθηκαν ως προς τα γεγονότα αλλά και τον Νόμο αφού δεν προχώρησαν σε επαρκή έρευνα όπως όφειλαν σύμφωνα με το άρθρο 45 του Ν. 158(Ι)/99 δηλαδή δεν έλαβαν υπόψιν ουσιώδη στοιχεία της υπόθεσης και κατέληξαν σε αυθαίρετα συμπεράσματα ενώ οι ίδιοι τελούσαν υπό πλάνη περί τα πράγματα και τον Νόμο. Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης κατά την γνώμη μου ορθά οι δικηγόροι των αιτητών υποστήριξαν την θέση αυτή αφού η Λειτουργός προέβη σε έλεγχο δειγματοληψίας νερού από εξωτερική βρύση και όχι εσωτερικής βρύσης όπως προβλέπει ο σχετικός νόμος Περί της Ποιότητας του Νερού Ανθρώπινης Κατανάλωσης και περαιτέρω το πόσιμο νερό διοχετευόταν από αδειούχα βυτιοφόρα, για την μεταφορά του οποίου όταν απευθύνθηκαν στους αρμόδιους τους ανέφεραν ότι δεν χρειαζόταν σχετική άδεια, και όχι από το βυτιοφόρο όπου διοχέτευε την συγκεκριμένη στιγμή νερό στην εξωτερική δεξαμενή. Επομένως αφού αναλύθηκαν οι όροι <<βυτίο>> και <<φορέας ύδρευσης>> ορθά αναφέρθηκε ότι θα μπορούσε να διοχετευθεί νερό τόσο από το Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας αλλά και από κάθε επιχείρηση που διαθέτει βυτία για πόσιμο νερό και η Λειτουργός θα έπρεπε να δώσει την δέουσα σημασία στο γεγονός ότι το βυτίο δεν ήταν εγγεγραμμένο για προμήθεια πόσιμου νερού και ότι ίσως αυτό να διοχέτευε νερό στο υποστατικό ως μη πόσιμο και να διεξαγόταν η σχετική έρευνα ως προς το που διοχετευόταν αυτό το νερό. Η βεβαίωση του λειτουργού που ήταν παρών και του Πρόεδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Χλώρακας ότι η εξωτερική βρύση ήταν συνδεδεμένη με το δίκτυο που προμήθευε νερό δεν μπορούσε να αποτελέσει έγκυρη βεβαίωση αλλά η Λειτουργός όφειλε αφού της δόθηκε αυτή η πληροφορία να εξετάσει την σχετική βρύση όπως επιβάλλεται από τον Ν. 158(Ι)/99 και να είναι και κατατεθειμένο στο φάκελο της υπόθεσης για σκοπούς δικαστικού ελέγχου γεγονός το οποίο το Δικαστήριο αφού μελέτησε τον φάκελο δεν μπορούσε να εντοπίσει σχετική έρευνα αν το νερό διοχετευόταν από το βυτιοφόρο στα διαμερίσματα.

Με βάση τα όσα αναφέραμε πιο πάνω το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αφού το βάρος απόδειξης το έχει ο αιτητής και σε περίπτωση προσφυγής όταν προβάλει στοιχεία τα οποία πιθανολογούν πλάνη περί τα πράγματα και κρίνεται ουσιώδης τότε η επίδικη απόφαση ακυρώνεται στην βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση αφού μελετήθηκε ολόκληρος ο φάκελος πιθανολογήθηκε ουσιώδης πλάνη περί τα πράγματα. Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν συμπεριέλαβαν όλα τα στοιχεία όπου θα συμπλήρωναν την αιτιολογία της απόφασης τους και μαρτυρία εκ των υστέρων σύμφωνα με την νομολογία δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Έτσι λόγω της μη επαρκούς έρευνας και των στοιχείων που κατέθεσαν οι αιτητές ο λόγος ακύρωσης για πιθανή πλάνη περί τα πράγματα έγινε δεκτός και η προσφυγή επιτεύχθηκε υπέρ των αιτητών και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

Συμπέρασμα

Η πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επιβεβαιώνει τον σημαντικό ρόλο των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου όπως προνοείται στα άρθρα Ν. 158(Ι)/1999 όταν αφορά την διενέργεια επαρκής έρευνας όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων χωρίς να παραλείπεται οποιοδήποτε ουσιώδη στοιχείο και/ή γεγονός με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στήριξη σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις εξ’ αντικειμένου ανύπαρκτα ή παράλειψη συνεκτίμησης των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων.

Ο σκοπός της επαρκούς ερευνάς, από το διοικητικό όργανο, όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων γίνεται ούτως ώστε να μην τελεί το ίδιο υπό πλάνη περί τα πράγματα ή και τον Νόμο δηλαδή να παραλείψει να λάβει υπόψιν του ουσιώδη πραγματικά γεγονότα πριν εκδώσει μια απόφαση του. Στην περίπτωση που αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή και το Νόμο και όταν η πλάνη είναι ουσιώδης δηλαδή επηρέασε την απόφαση του οργάνου, τότε αυτό οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης.

Σχετική είναι και η υπόθεση Χρίστος Στυλιανίδης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς[1] στην οποία αναφέρθηκε ότι στην παρούσα περίπτωση, η διενεργηθείσα έρευνα υπήρξε υπό τις περιστάσεις η δέουσα εφόσον λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή εκείνα τα στοιχεία που της επέτρεπαν να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα, αιτιολογώντας με τρόπο συγκεκριμένο και σαφή τις διαπιστώσεις της, και ούτε έχει καταδειχθεί με την απαιτούμενη επάρκεια το αντίθετο με αποτέλεσμα να αποτύχει η προσφυγή και να επιτύχει η απόφαση.

Επίσης σχετική είναι και η υπόθεση Βασιλείου Θεοχαράκη ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου[2] (1110/2014) στην οποίο το Διοικητικό Δικαστήριο κατέληξε ότι αφού δεν διαπίστωσε έλλειψη δέουσας έρευνας από πλευράς της καθ’ ης η αίτηση ούτε πλάνη και σε ότι αφορά στην αιτιολογία, με αποτέλεσμα να αποτύχει η προσφυγή και να απορριφθεί.

Επομένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μια διοικητική πράξη πρέπει να αιτιολογείται σαφώς και πρέπει να περιέχει όλα τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η διοίκηση για την έκδοση μιας απόφασης, ώστε να διακρίνεται ποιος είναι ο επιδιωκόμενος σκοπός και για το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε στη λήψη της σχετικής απόφασης. Η αναφορά γενικών χαρακτηρισμών στην λήψη μιας απόφασης δεν μπορεί να αποτελεί επαρκή αιτιολογία, ούτε η απλή αναφορά σε γενικότητες όσον αφορά τον Νόμο, ούτε η γενική και αόριστη επίκληση του δημόσιου συμφέροντος αφού όπως καταδεικνύεται από την νομολογία η μη σαφής αιτιολογία οδηγεί σε πλάνη περί τα πράγματα και τον Νόμο. Όταν γίνεται επίκληση δημοσίου συμφέροντος το αρμόδιο διοικητικό όργανο θα πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένα περιστατικά και όχι σε αόριστα γεγονότα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε για να εκδώσει μια απόφαση του.

Άρθρο από Νικολέττα Χατζηκωστή

Βιβλιογραφία

Βιβλία

  1. Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο, Ηλιάνα Νικολάου – Πέτρος Μιχαηλίδης, 2η αναθεωρημένη έκδοση
  2. Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, Νίκος Χρ. Χαραλάμπους (2006)

Νομολογία

  • Υπόθεση διοικητικού δικαστηρίου αρ. 1271/2017
  • Υπόθεση διοικητικού δικαστηρίου αρ. 1110/2014

Άλλες πηγέςwww.dikaiosyni.com


[1] Υπόθεση διοικητικού δικαστηρίου αρ. 1271/2017

[2] Υπόθεση διοικητικού δικαστηρίου αρ. 1110/2014

08
Dec2023

Congratulations to Andreas Pindarou

Congratulations to Andreas Pindarou on being appointed to the Technology Committee of the CBA Cyprus Bar Association!

This is a well-deserved recognition of your dedication and expertise in the legal field. We are proud to have you as a valuable member of our team, and we look forward to witnessing the positive impact you’ll undoubtedly make in your new role.

Cheers to your success and the exciting opportunities that lie ahead!

05
Dec2023

Congratulations to Mr. Giorgos Landas on this remarkable achievement.

We are thrilled to announce a significant achievement of the esteemed Managing Director of our law firm, Mr. Giorgos Landas, who has been appointed to the position of the President of the Real Estate Committee of the Cyprus Bar Association. (you can tag CBA in Lilkedin)

As a law firm, we take immense pride in this recognition of Mr. Giorgos Landas’ expertise and commitment to the said field. 

Congratulations to Mr. Giorgos Landas on this remarkable achievement. We look forward to witness the positive impact he will undoubtedly make in his new role. 

04
Dec2023

Επιβολη και Εισπραξη τελους συμφωνα με τον Κ.Φ.Ι.Κ.Β. (0,4%)

Επιβολή και Είσπραξη τέλους 0,4% σύμφωνα με τον, περί του Κεντρικού Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (ΚΦΙΚΒ), για μεταβιβάσεις που διενεργήθηκαν διά πώλησης κατά την περίοδο 22/02/2021 μέχρι 18/11/2022

Το Τμήμα Φορολογίας ενημερώνει ότι βρίσκεται σε διαδικασία αποστολής ειδοποιήσεων για την είσπραξη τέλους ΚΦΙΚΒ σε πρόσωπα που κατά την περίοδο μεταξύ 22/02/2021 έως 18/11/2022 μεταβίβασαν ακίνητη περιουσία διά πώλησης. Με τη σχετική γνωστοποίηση, ορίζεται η προθεσμία έως 31/12/2023 για την πληρωμή του τέλους χωρίς την επιβολή χρηματικών επιβαρύνσεων και τόκων, βάσει της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 21/11/2022. Μετά την ημερομηνία αυτή (31/12/2023), οι νόμιμες χρηματικές επιβαρύνσεις και οι τόκοι θα επιβάλλονται μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Επισημαίνεται ότι όσοι έχουν μεταβιβάσει ακίνητη περιουσία διά πώλησης κατά το παραπάνω διάστημα και δεν έχουν λάβει σχετική ειδοποίηση οφειλής, θα πρέπει είτε (α) να αναζητήσουν τη σχετική οφειλή στη Φορολογική Πύλη – «Κατάσταση Οφειλής» και να προχωρήσουν σε εξόφληση ή (β) να επισκεφτούν τα κατά τόπους Επαρχιακά Γραφεία του Τμήματος Φορολογίας, παρέχοντας όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη εξόφληση της οφειλής.


Obligation to pay the Fee of the Central Agency for Equal Distribution of Burdens (C.A.E.D.B.) 0.4% due to the transfer of immovable property through sale during the period 22/02/2021 until 18/11/2022.

The Tax Department informs that it is in the process of sending notices for (C.A.E.D.B.) Fee to persons who, during the period 22/02/2021 to 18/11/2022, transferred immovable property through sale. With the relevant notification, the deadline until 31/12/2023 is set for the settlement of the payment of the Fee without the imposition of monetary charges and interest, as per the decision of the Tax Commissioner dated 21/11/2022. After this date (31/12/2023), the statutory monetary charges and interest will be imposed until full payment.

It is pointed out that those who have transferred immovable property through sale during the above period and have not received the relevant notice of debt, should either (a) look for the relevant debt in the Tax Portal – “Debt Status” and proceed with payment or (b) to visit the local District Offices of the Tax Department, providing all the necessary information to settle the debt.


Обязательство по уплате сбора Центрального агентства по равному распределению бремени (C.A.E.D.B.) 0,4% в связи с переводом недвижимого имущества по продажи в период с 22.02.2021 по 18.11.2022.

Налоговый департамент сообщает, что находится в процессе направления уведомлений о сборе (C.A.E.D.B.) лицам, которые в период с 22.02.2021 по 18.11.2022 перевели недвижимое имущество по продажи. Соответствующим уведомлением установлен срок до 31.12.2023 для уплаты сбора без начисления денежных штрафов и процентов, согласно решению Налогового департамента от 21.11.2022. После этой даты (31.12.2023) обязательные денежные штрафы и проценты будут взиматься начисляться до полной оплаты.

Указывается, что лица, которые продали и перевели недвижимое имущество в указанный период и не получившие соответствующего уведомления о задолженности, должны либо (а) найти соответствующий долг в Налоговом портале – «Статус долга» и приступить к оплате или (b) посетить местные районные отделения налогового департамента, предоставив всю необходимую информацию для погашения задолженности.

13
Nov2023

Eκδοση Ενδιαμεσων Μονομερων Δικαστικων Διαταγματων – Προστακτικα και Απαγορευτικα Διαταγματα.

Με το παρόν άρθρο επιχειρείται μια σύντομη ανασκόπηση των βασικών αρχών που διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων Δικαστικών Διαταγμάτων ως αυτές προκύπτουν από τη σχετική νομοθεσία και αναλύθηκαν σε πληθώρα κυπριακών αποφάσεων.

Αναμφίβολα, η πεμπτουσία του δικαστικού έργου συνίσταται στην επίλυση των διαφορών που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου μέσα από τις αποφάσεις και τα διατάγματα που εκδίδονται. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα διατάγματα δύναται να έχουν το χαρακτήρα των τελικών (διηνεκών) ή των ενδιάμεσων (προσωρινών, παρεμπιπτόντων). Σε αντίθεση με τα διηνεκή διατάγματα, τα ενδιάμεσα εκδίδονται ενδιαμέσως, ήτοι πριν την τελική δίκη και εκκρεμούσης της ουσίας της δικαστικής διαφοράς ενώ πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι  διαρκούν για όσο χρόνο αναφέρεται στο ίδιο το διάταγμα και/ή κατόπιν σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου και/ή ή σε κάθε περίπτωση μέχρι την πλήρη και τελική αποπεράτωση της αγωγής.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καθώς και η σπουδαιότητα των παρεμπιπτόντων διαταγμάτων έγκειται αφ’ ενός στην άμεση έκδοσή τους και αφ’ ετέρου στη δραστικότητά τους, εφόσον δια μέσου αυτών διατάσσεται η τέλεση μιας πράξης (προστακτικά) ή η αποφυγή τέλεσης κάποιας πράξης ή ενέργειας (απαγορευτικά).  Το κύριο δίλημμα  σε σχέση με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είναι ότι υπάρχει εξ ορισμού ο κίνδυνος ότι το εκδικάζον Δικαστήριο μπορεί να πάρει εσφαλμένη απόφαση, με το νόημα ότι έχει χορηγήσει ενδιάμεσο διάταγμα σε διάδικο/ Αιτητή ο οποίος αποτυγχάνει ν’ αποδείξει τα δικαιώματα του κατά τη δίκη (ή θα αποτύγχανε αν υπήρχε δίκη) ή διαζευκτικά με το να παραλείψει να χορηγήσει διάταγμα σε διάδικο / Αιτητή που επιτυγχάνει (ή θα πετύχει) κατά την ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης.  Αποτελεί επομένως θεμελιώδη αρχή ότι το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν ‘εσφαλμένη’ με το πιο πάνω νόημα.

Πρέπει να  σημειωθεί ότι η έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος είναι θέμα που εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το άρθρο 29(1)(γ) του  περί Δικαστηρίωv Νόμoυ τoυ 1960 (14/1960)  (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Ν.14/60»), τα Κυπριακά Δικαστήρια εφαρμόζουν τις αρχές της επιείκειας και είναι στο πλαίσιο αυτής της εφαρμογής που έχουν εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/60, που αποτελεί το ουσιαστικό δίκαιο έκδοσης τους[i]. Συνοπτικά, οι προϋποθέσεις/αρχές που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος ως αυτές αναφέρονται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 και ως έχουν τύχει νομολογιακής ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία κυπριακών αποφάσεων[ii] είναι οι ακόλουθες:

  • Να υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δίκη, ήτοι αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης.
  • Να υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να δικαιούται την αιτούμενη θεραπεία. Η εν λόγω προϋπόθεση επιβάλλεται στον αιτητή να καταδείξει ότι υπάρχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.
  • Όσο αφορά τη τρίτη προϋπόθεση για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων,  ως αναφέρθηκε στην απόφαση InterDepol Limited v. Kyriakos Papavassiliou (1984) [iii], ακόμη και αν προκύπτει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση καθώς και ορατό ενδεχόμενο να δικαιούται θεραπείας ο Αιτητής, πρέπει να ικανοποιηθεί και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, ότι δηλαδή αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Στο σημείο αυτό το εκδικάζων  Δικαστήριο εξετάζει το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά το στάδιο εξέτασης μιας μονομερούς ενδιάμεσης αίτησης με την οποία επιζητείται η έκδοση ενδιάμεσου αναφορικά με την έκδοση ενδιάμεσου προσωρινού διατάγματος, το εκδικάζον  Δικαστήριο καλείται μόνο να εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 32 του Ν.14/60 ως αυτές αναφέρθηκαν ανωτέρω. Για να αποδειχθούν δε οι τρεις αυτές προϋποθέσεις, ο αιτητής πρέπει να παραθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το υπόβαθρο της μαρτυρίας (the substratum of evidence), η οποία θα χρειαστεί προκειμένου να δικαιολογηθεί η  έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος.

Πέραν των πιο πάνω τριών προϋποθέσεων, έργο του Δικαστηρίου είναι να σταθμίσει κατά πόσον είναι εύλογο και δίκαιο να εκδώσει ή να διατηρήσει ένα διάταγμα, σε ισχύ. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω και ένεκα του ότι το προσωρινό διάταγμα αποτελεί δυνητική θεραπεία, η ανεξήγητη καθυστέρηση από τον εκάστοτε Αιτητή αποτελεί εμπόδιο για την χορήγηση τέτοιας θεραπείας. Σύμφωνα με μια πιο σύγχρονη προσέγγιση την οποία έχουν υιοθετήσει τα κυπριακά Δικαστήρια, το γεγονός της καθυστέρησης καταδεικνύει ότι ο Αιτητής δεν χρειάζεται την άμεση και εξαιρετική θεραπεία που προσφέρεται από το προσωρινό διάταγμα. Τέλος, πρέπει να επισυμανθεί ότι το δικαστήριο δυνατόν να είναι πρόθυμο να αγνοήσει καθυστέρηση για την οποία δόθηκε ικανοποιητική εξήγηση[iv].

Καταληκτικά, η δυνατότητα έκδοσης των ενδιάμεσων διαταγμάτων αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα, και το εκδικάζον Δικαστήριο θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να λαμβάνει υπ’ όψη του όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να υιοθετήσει εκείνη την πορεία η οποία φαίνεται ότι ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας.

Για οποιεσδήποτε απορίες ή για περαιτέρω διευκρινήσεις και παροχή νομικής συμβουλής μπορείτε να απευθυνθείτε στο info@landaslaw.com

Άρθρο από Μύρια Πορνάρη


[i] Parico v. Muskita (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015.

[ii] Karydas Taxi Co v. Komodikis (1975) 1 C.L.R. 321, Papastratis v. Pierides (1979) 1 C.L.R. 231, Odysseos v. Pieris Estates and others (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263, Γρηγορίου v. Χριστόφορου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248.

[iii] InterDepol Limited v. Kyriakos Papavassiliou (1984) 1 ΑΑΔ 769.

[iv] Bacardi Co LTD ν. Vinco LTD, Πολιτική Έφεση ΑΡ. 9295. 18 Ιουλίου, 1996.

This website uses cookies to ensure you get the best experience on our website.
Accept