Εισαγωγή:
Επειδή το φαινόμενο του ρατσισμού και η υποκίνηση μίσους που παρατηρείται στην Κυπριακή κοινωνία, παρουσιάζει μία ανησυχητική άνοδο και είναι σε έξαρση, το παρόν άρθρο έχει ως στόχο να ερευνήσει και να ενημερώσει τον αναγνώστη για το νομικό καθεστώς του ‘Ρατσισμού’ ή/και της υποκίνησης μίσους – «έγκλημα εκφοράς ρατσιστικού λόγου[1]» με δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους στην Κυπριακή έννομη τάξη.
Υιοθετώντας την Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ[2], η Bουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον Ν. 134(I)/2011[3], εφεξής θα αναφέρεται ως (ο «Νόμος»), ο οποίος δίδει την εξουσία στον Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει ποινική δίωξη σε πρόσωπα που υποκινούν το μίσος[4] σε ομάδες ανθρώπων αυτεπάγγελτα[5], χωρίς την οποιαδήποτε προηγούμενη καταγγελία του θύματος[6].
Εγκλήματα μίσους και Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφεξής «ΕΔΑΔ»
Η φύση των «εγκλημάτων μίσους», επεξηγείται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Directorate-General Justice[7], Programme ως:
«Τα εγκλήµατα µίσους είναι ποινικά αδικήματα που διαπράττονται µε κίνητρο την προκατάληψη. Ως εκ τούτου, αποκαλούνται κοινώς εγκλήµατα «λόγω προκαταλήψεων», και ο χαρακτηρισµός αυτός φέρνει στο προσκήνιο τα δύο καθοριστικά τους χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι η διαπραχθείσα πράξη πρέπει να αναγνωρίζεται ως αξιόποινη πράξη σύµφωνα µε το εθνικό ή το διεθνές ποινικό δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, και παρά τις µικρές αποκλίσεις µεταξύ των κρατών ως προς την ακριβή σειρά των συµπεριφορών που µπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ποινικού αδικήµατος (σε αντίθεση µε το παράπτωµα, για παράδειγµα), η πρώτη προϋπόθεση ενός εγκλήµατος µίσους είναι ένα βαθιά εδραιωµένο και βασικό χαρακτηριστικό κάθε νοµικού συστήµατος σε κάθε κοινωνία του κόσµου. Παραδείγµατα εγκληµάτων µίσους µπορεί να περιλαµβάνουν – ενδεικτικά και όχι περιοριστικά- πράξεις απειλής ή/και άλλες προσπάθειες εκφοβισµού, βλάβη της περιουσίας, επίθεση και ανθρωποκτονία.
Το δεύτερο διακριτικό χαρακτηριστικό, ωστόσο, το οποίο χρησιµεύει επίσης για να διαφοροποιήσει τα εγκλήµατα µίσους από άλλα εγκλήµατα, είναι λιγότερο απτό και εύκολο να προσδιοριστεί, καθώς αφορά το βαθύτερο κίνητρο , που προκάλεσε την πράξη. Δηλαδή, προκειµένου ένα αδίκηµα να συνιστά έγκληµα µίσους, σε αντίθεση µε ένα συνηθισµένο αδίκηµα του ποινικού νόµου, ο δράστης ή οι δράστες κινούµενοι από µια προκατειληµµένη άποψη, εγγενώς συνδεδεµένη µε τα πραγµατικά ή υποτιθέµενα ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά, προστατευόµενα από το δίκαιο- ενός προσώπου – και καθιστώντας έτσι στόχο στα µάτια του δράστη. »
Στην υπόθεση Škorjanec v. Κροατίας[8], υποδείχθηκε ότι:
«Η αντιμετώπιση της βίας με ρατσιστικά κίνητρα και της βιαιότητας σε ισότιμη βάση με τις υποθέσεις που δεν έχουν ρατσιστικές ιδιαιτερότητες θα ισοδυναμούσε με την αποφυγή αντιμετώπισης της ειδικής φύσης πράξεων ιδιαίτερα καταστροφικών για τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Η έλλειψη διακρίσεως ως προς τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται διαφορετικές καταστάσεις είναι δυνατό να συνιστά αδικαιολόγητη μεταχείριση ασυμβίβαστη με το άρθρο 14 της Συμβάσεως.»
Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην υπόθεση Ιdentoba και άλλοι ν. Γεωργίας[9], όπου έγινε λόγος για συναίνεση και συνενοχή εφόσον αποφασίστηκε ότι:
«[…]χωρίς αυστηρή προσέγγιση από τις αρχές επιβολής του νόμου, τα εγκλήματα που προκαλούνται από προκατάληψη θα αντιμετωπίζονται σε ίση βάση με συνήθεις υποθέσεις που δεν έχουν τέτοιες αποχρώσεις και η προκύπτουσα αδιαφορία θα ισοδυναμεί με την επίσημη συναίνεση ή ακόμα και συνενοχή όσον αφορά τα εγκλήματα μίσους.»
Περαιτέρω στην υπόθεση Király και Dömötör v. Ουγγαρίας[10], έγινε λόγος για νομιμοποίηση ή και ανοχή τέτοιων συμπεριφορών εάν τα εγκλήματα μίσους δεν αντιμετωπίζονται με την απαιτούμενη αυστηρότητα:
«Το Δικαστήριο εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η εν λόγω αντιμετώπιση θα μπορούσε να θεωρηθεί από το κοινό ως νομιμοποίηση ή/και ανοχή τέτοιων συμπεριφορών εκ μέρους του κράτους.»
Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου
Αδικήματα τα οποία τελέστηκαν βάση του Νόμου, δίδουν την δικαιοδοσία στα Δικαστήρια της Δημοκρατίας να εκδικάσουν τα αδικήματα εφόσον, έχουν διαπραχθεί:
- από πολίτη της Δημοκρατίας[11]
- ολόκληρο ή μέρος στο έδαφος της Δημοκρατίας[12]
- προς όφελος νομικού προσώπου το οποίο έχει την έδρα του στο έδαφος της Δημοκρατίας[13]
ΝΒ. Δικαιοδοσία δίδεται ακόμη και στην περίπτωση που οι πράξεις τελούνται μέσω συστήματος πληροφορικής.
Συστατικά στοιχεία αδικήματος και Ποινές:
Σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του Νόμου:
Πρόσωπο το οποίο: –
- εκ προθέσεως
- είτε δημόσια είτε με δημόσια διάδοση
- υποκινεί βία ή μίσος που στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής
- κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα
Είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές[14].
Ν.Β Κύριο συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η «υποκίνηση». Η υποκίνηση (incitement), όπως π.χ. η απόπειρα (attempt) και η συνωμοσία (conspiracy), αποτελεί ατελές έγκλημα (inchoate crime) σε σχέση με το ολοκληρωμένο έγκλημα το οποίο στοχεύεται[15]. Ειδικότερα, η «υποκίνηση» έχει την έννοια της ενθάρρυνσης άλλου προσώπου να διαπράξει ένα άλλο έγκλημα.
Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Κατά το Άρθρο 3(2)(α) του Νόμου:
Πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως και κατά τρόπο που διαταράσσει τη δημόσια τάξη ή που έχει απειλητικό, υβριστικό ή προσβλητικό χαρακτήρα με οποιοδήποτε τρόπο: –
- δημόσια επιδοκιμάζει ή αρνείται ή κατάφωρα υποβαθμίζει τα εγκλήματα γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου, όπως αυτά ορίζονται στα άρθρα 6, 7 και 8 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου
- και στρέφεται κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, των γενεαλογικών καταβολών ή της εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής
- και η συμπεριφορά του αυτή εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους της.
Είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια (5) ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες Ευρώ (€10 000) ή και στις δύο αυτές ποινές[16].
Ν.Β Οι ηθικοί αυτουργοί και συναυτουργοί, δύναται να διωχθούν και να καταδικαστούν ωσάν οι ίδιοι να διέπραξαν τα αναφερόμενα αδικήματα από τον Νόμο[17].
Ευθύνη και κυρώσεις Νομικών Προσώπων
Νομικό πρόσωπο είναι ένοχο όταν τα ανωτέρω αδικήματα, διαπράττονται ως όφελός του από φυσικό πρόσωπο το οποίο ασκεί εξουσίες ως διευθυντής[18] και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες Ευρώ (€10 000).
Περαιτέρω τα Δικαστήρια έχουν την εξουσία να διατάξουν[19]:
- τον προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις
- την προσωρινή ή μόνιμη απαγόρευση άσκησης εμπορικής δραστηριότητας
- τη διάλυση του νομικού προσώπου
- τη δήμευση οποιουδήποτε αντικειμένου ή μέσου το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο.
Δυσφήμηση ξένων ηγεμόνων
Η δυσφήμηση ξένων ηγεμόνων (άρχοντα, πρέσβη ή άλλο ξένο αξιωματούχο), χωρίς οποιαδήποτε επαρκή δικαιολογία, βάση του (ΚΕΦ.154)[20], καθορίζεται ως πλημμέλημα επειδή επηρεάζουν τις σχέσεις με Ξένα Κράτη και την Εξωτερική Γαλήνη.
Καταληκτικό σχόλιο:
Ο νομοθέτης εν τη σοφία του ενώ από τη μία είχε να διαπραγματευτεί την σοβαρότητα του φαινομένου του ρατσισμού ή/και της υποκίνησης σε βία, από την άλλη επιφύλαξε και προστάτευσε την υποχρέωση σεβασμού θεμελιωδών δικαιωμάτων και ιδιαίτερα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι[21]. Αυτός είναι και ο λόγος, ο οποίος δίδεται η εξουσία μόνο στον Γενικό Εισαγγελέα ή/και κατόπιν έγκρισής του η ποινική δίωξη αδικήματος από τον Νόμο.
[1] Βλ. «Η ποινική αντιμετώπιση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας στην Ελλάδα» (Τιμητικός Τόμος Νέστορα Κουράκη), Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου.
[2] Απόφαση-Πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2008 για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας μέσω του ποινικού δικαίου.
[3] Ο Περί της Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος του 2011.
[4] Για σκοπούς του Νόμου, ο ορισμός του μίσους δίδεται ως: μίσος που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή·
[5] Άρθρο 10 του Νόμου.
[6] Άρθρο 9 του Νόμου.
[7] Rights, Equality and Citizenship Programme and Pilot Projects, 2014, of DG Justice με τίτλο «Εγκλήματα Μίσους», European Judicial Training Project.
[8] Škorjanec v. Κροατίας, Αρ. Προσφ. 25536/14, ημερ. 28.3.2017.
[9] Ιdentoba και άλλοι ν. Γεωργίας, Αρ. Προσφ. 73235/12, ημερ. 12.5.2015.
[10] Αρ. Προσφ. 63409/11, ημερ. 17.1.2017.
[11] Άρθρο 7(β) του Νόμου.
[12] Άρθρο 7(α) του Νόμου.
[13] Άρθρο 7(γ) του Νόμου.
[14] Άρθρο 3(1) του Νόμου.
[15] Βλ. «Incitement: A Study in Language Crime», Joseph Jaconelli, Law School University of Manchester, Crim. Law and Philos, 2018, 12: σελ.245-265.
[16] Άρθρο 3(2) του Νόμου.
[17] Άρθρο 4 του Νόμου.
[18] Άρθρο 5(1) του Νόμου.
[19] Άρθρο 6(1) του Νόμου.
[20] Άρθρο 68 του Περί Ποινικού Κώδικα Νόμος (ΚΕΦ.154).
[21] Όπως κατοχυρώνονται στο Άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.